Τη δέσμευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να μειώσει τον πληθωρισμό και να επιτύχει τη σταθερότητα των τιμών, κάτι που ορίζεται από τις Συνθήκες της ΕΕ, επανέλαβε η Πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Πρόεδρος Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ είναι αποφασισμένη να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μειωθεί ο πληθωρισμός και σε αυτό το πλαίσιο αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω τα επιτόκια στα επίπεδα που απαιτούνται για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει έγκαιρα στο μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%.
“Σε αυτό το περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας και με πολύπλοκους κραδασμούς που πλήττουν την οικονομία, οι αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από δεδομένα και να ακολουθούν μια προσέγγιση σε κάθε συνεδρίαση”, δήλωσε η Πρόεδρος της ΕΕ.
Σύμφωνα με την ίδια, “το πόσο πιο πέρα πρέπει να πάμε και το πόσο γρήγορα πρέπει να φτάσουμε εκεί, θα βασιστεί στην ενημερωμένη μας προοπτική, στην επιμονή των κραδασμών στην οικονομία, στην αντίδραση των μισθών και των προσδοκιών για τον πληθωρισμό και στην εκτίμησή μας για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής μας”.
Όπως τόνισε η Πρόεδρος Λαγκάρντ η εκτέλεση της εντολής της ΕΚΤ θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη με οφέλη για όλους. Ωστόσο, η επίτευξη σταθερότητας τιμών είναι απαραίτητη, αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση. Άλλοι τομείς πολιτικής θα πρέπει να δράσουν.
Η άρση των περιορισμών στην οικονομική ανάπτυξη μέσω μιας φιλόδοξης ατζέντας οικονομικών μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο δεν θα αποκαταστήσει μόνο την προσφορά που έχει υποβαθμιστεί από τους πρόσφατους κλυδωνισμούς. Θα ενισχύσει επίσης, με την πάροδο του χρόνου, την ανθεκτικότητα της οικονομίας μας σε έναν κόσμο που γίνεται λιγότερο προβλέψιμος.
“Από αυτή την άποψη, χαιρετίζουμε επίσης τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μεταρρύθμιση του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Απαιτούνται βιώσιμες δημοσιονομικές πολιτικές όχι μόνο για τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους, αλλά και για τη στήριξη των τριών βασικών μεταβάσεων που θα καθορίσουν το μέλλον και το αναπτυξιακό μας μοντέλο: προς καθαρότερη ενέργεια, μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια και πιο ψηφιακή και παραγωγική οικονομία”.