Το «κουμπί» για την πρώτη μείωση επιτοκίων, έστω και κατά 25 μονάδες βάσης, πάτησε χθες, Πέμπτη, η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με τους Έλληνες δανειολήπτες να υποδέχονται τα νέα από τη Φρανκφούρτη με μάλλον ανάμεικτα συναισθήματα: αισιοδοξία από πλευράς εκείνων που την τελευταία διετία υποχρεώθηκαν να «σηκώσουν» ένα σερί 10 αυξήσεων ότι η αποκλιμάκωση των επιτοκίων θα σηματοδοτήσει προσεχώς και τη δική τους ανακούφιση, αλλά και αδιαφορία κυρίως από όσους δεν επηρεάζονται – συγκυριακά ή μη – από την τιμολογιακή πολιτική της ΕΚΤ.
Πιο αναλυτικά, το Διοικητικό Συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας αποφάσισε να μειώσει κατά 25 μονάδες βάσης τα τρία βασικά επιτόκια – των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων – με αποτέλεσμα αυτά να διαμορφωθούν σε 4,25%, 4,50% και 3,75% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 12 Ιουνίου 2024. Η απόφαση αυτή επηρεάζει ποικιλοτρόπως τους δανειολήπτες.
Καταρχάς, οι έχοντες δάνεια – στεγαστικά ή καταναλωτικά – με σταθερό επιτόκιο δεν επηρεάζονται ευθέως από τις μειώσεις, μιας και η δόση του δανείου τους είναι «κλειδωμένη». Δεδομένου, ωστόσο, ότι τα σταθερά επιτόκια μπορούν να έχουν συγκεκριμένη διάρκεια, για παράδειγμα, τρία χρόνια ή και περισσότερα χρόνια και εν συνεχεία, να αλλάξουν σε κυμαινόμενο έχει μεγάλη σημασία για τους δανειολήπτες σε τι ύψος θα βρίσκεται το Euribor τη δεδομένη χρονική στιγμή, μιας και αυτό θα κρίνει τη μετέπειτα τιμολόγηση του δανείου τους. Αξίζει να αναφερθεί πως αυτό σήμερα διαμορφώνεται κάτω από το 3,8% όταν πριν από λίγο καιρό είχε ξεπεράσει το 4%. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), το μεγαλύτερο μέρος των νέων εκταμιεύσεων δανείων που εξασφαλίζονται με οικιστικά ακίνητα έχει μακρά περίοδο σταθερού επιτοκίου, με το 55% να προβλέπει σταθερό επιτόκιο για τα πρώτα 10 χρόνια και το 17% για πέντε με 10 έτη. Όσον αφορά στις εκταμιεύσεις δανείων με αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου μικρότερη ή ίση του ενός έτους, αυτές αντιπροσωπεύουν μόλις το 11,6% του συνόλου.
Εξίσου «κλειδωμένη» είναι και η δόση των «πράσινων» στεγαστικών δανείων. Πρόκειται για 422.000 συμβάσεις, συνολικού ύψους 18 δισ. ευρώ, οι οποίες έτσι κι αλλιώς προστατεύονται έως τον Απρίλιο του 2025 με το «πάγωμα» των επιτοκίων (στα επίπεδα του 2,70% για όσα δάνεια συνδέονται με Euribor 1 μήνα και του 2,85% για Euribor 3 μηνών). Αυτό πρακτικά σημαίνει πως για ένα συνεπή δανειολήπτη με δάνειο 100.000 ευρώ, διάρκειας 20 ετών, το επιτόκιο θα παραμείνει στο 5,35% (επιτόκιο βάσης 2,85% + 2,5% spread), με τη δόση να διαμορφώνεται σε περίπου 690 ευρώ έναντι 753 ευρώ που θα έπρεπε να καταβάλει όταν το euribor 3μήνου ήταν στο 4% ή 738 με το επιτόκιο στο 3,75%. Αξίζει να επισημανθεί πως οι τράπεζες μείωσαν κατά περίπου 20 μονάδες τα επιτόκια βάσης (euribor, libor κλπ) της 31ης Μαρτίου 2023 και πάνω σε αυτά προσέθεσαν το αντίστοιχο περιθώριο (spread) και την προβλεπόμενη από το Νόμο εισφορά, ώστε να διαμορφωθεί το «νέο» επιτόκιο.
Οι νέες χορηγήσεις στεγαστικών δανείων, πάντως, θα γίνουν στη βάση πιο χαμηλών επιτοκίων. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την ΤτΕ, το μεσοσταθμικό επιτόκιο των επίμαχων δανείων διαμορφώθηκε το 2023 σε 4,1%, ήτοι κατά 96 μονάδες βάσης υψηλότερο έναντι της μέσης τιμής του 2022, οπότε και ξεκίνησε ο ανοδικός κύκλος από πλευράς της ΕΚΤ.
Μείωση στο κόστος εξυπηρέτησης θα δουν και όσοι έλαβαν επιχειρηματικά δάνεια. Ενδεικτικά, σε ένα δάνειο, αξίας 100.000 ευρώ, διάρκειας επτά ετών, με ένα περιθώριο κέρδους από πλευράς της τράπεζας στο 4%, ο δανειολήπτης με μηδενικό Euribor πλήρωνε μηνιαία δόση 1.372 ευρώ. Σήμερα, μετά από 10 διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων, η δόση έχει ανέλθει στα 1.565 ευρώ, ενώ κατόπιν της χθεσινής μείωσης κατά 0,25 μονάδες βάσης το μηνιαίο κόστος πέφτει στα 1.552 ευρώ.