Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην ΕΕ βρίσκεται σε «καλό δρόμο», με τον τρόπο που η ΕΚΤ ανέμενε, ενώ η οικονομία της ευρωζώνης φαίνεται να έχει αποκτήσει κάποια ανθεκτικότητα απέναντι στους παγκόσμιους κλυδωνισμούς, ωστόσο οι προοπτικές για την ανάπτυξη έχουν επιδεινωθεί λόγω των αυξανόμενων εμπορικών εντάσεων, ανέφερε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στους δημοσιογράφους αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία προχώρησε σε νέα μείωση επιτοκίων κατά 25 μβ.
«Η αυξημένη αβεβαιότητα είναι πιθανό να μειώσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, και η δυσμενής και ασταθής αντίδραση της αγοράς στις εμπορικές εντάσεις είναι πιθανό να έχει περιοριστικό αντίκτυπο στις συνθήκες χρηματοδότησης. Αυτές οι παράγοντες ενδέχεται να επιβαρύνουν περαιτέρω τις οικονομικές προοπτικές της ζώνης του ευρώ», ανέφερε στη δήλωσή της η Κριστίν Λαγκάρντ.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ δήλωσε πως η Κεντρική Τράπεζα είναι αποφασισμένη να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί σταθερά στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Όπως ανέφερε, «ειδικά στις σημερινές συνθήκες εξαιρετικής αβεβαιότητας, θα ακολουθήσουμε μια προσέγγιση που θα εξαρτάται από τα δεδομένα και “από συνεδρίαση σε συνεδρίαση” για τον προσδιορισμό την κατάλληλη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής».
«Οι αποφάσεις μας θα βασίζονται στην εκτίμησή μας για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών δεδομένων, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Δεν δεσμευόμαστε εκ των προτέρων για
συγκεκριμένη πορεία των επιτοκίων», ανέφερε.
«Οι οικονομικές προοπτικές θολώνουν από την εξαιρετικά υψηλή αβεβαιότητα», ανέφερε η Λαγκάρντ. «Οι εξαγωγείς της ζώνης του ευρώ αντιμετωπίζουν νέα εμπόδια στο εμπόριο, αν και το εύρος τους παραμένει ασαφές. Οι διαταραχές στο διεθνές εμπόριο, οι εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και η γεωπολιτική αβεβαιότητα επιβαρύνουν τις επιχειρηματικές επενδύσεις. Καθώς οι καταναλωτές γίνονται πιο επιφυλακτικοί για το μέλλον, ενδέχεται να συγκρατηθούν και από τις δαπάνες.»
Η Κριστίν Λαγκάρντ δεν θέλησε να χαρακτηρίσει το τρέχον επίπεδο περιορισμού της νομισματικής πολιτικής. «Ενώ αυτή η αξιολόγηση του περιορισμού ήταν σημαντική ή είχε νόημα, στο βαθμό που ήμασταν πολύ μακριά από τον προορισμό, δεν έχει νόημα αυτή τη στιγμή», είπε. «Δεν έχει νόημα γιατί η αξιολόγηση του περιοριστικού χαρακτήρα βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη σύγκριση μεταξύ των επιτοκίων πολιτικής και του ουδέτερου επιτοκίου». Ωστόσο, όπως ανέφερε η έννοια του ουδέτερου επιτοκίου λειτουργεί για έναν κόσμο χωρίς κραδασμούς. «Επομένως, αυτή η αξιολόγηση του περιορισμού δεν είναι πλέον λειτουργική και αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να καθορίσουμε την κατάλληλη κατεύθυνση νομισματικής πολιτικής που θα μας οδηγήσει πραγματικά στον προορισμό μας», που είναι ο στόχος της ΕΚΤ για πληθωρισμό 2%, είπε.
«Η οικονομία είναι πιθανό να αναπτύχθηκε το πρώτο τρίμηνο του έτους και η μεταποίηση έχει δείξει σημάδια σταθεροποίησης. Η ανεργία μειώθηκε στο 6,1% τον Φεβρουάριο, το χαμηλότερο επίπεδο από την έναρξη της κυκλοφορίας του ευρώ. Η ισχυρή αγορά εργασίας, τα υψηλότερα πραγματικά εισοδήματα και ο αντίκτυπος της νομισματικής μας πολιτικής αναμένεται να στηρίξουν τις δαπάνες. Οι σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες που έχουν δρομολογηθεί σε εθνικό επίπεδο και σε επίπεδο ΕΕ για την αύξηση των αμυντικών δαπανών και των επενδύσεων σε υποδομές αναμένεται να ενισχύσουν τη μεταποίηση, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στις πρόσφατες έρευνες», πρόσθεσε.
«Στο σημερινό γεωπολιτικό περιβάλλον, είναι ακόμη πιο επείγον οι δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές να καταστήσουν την οικονομία της ζώνης του ευρώ πιο παραγωγική, ανταγωνιστική και ανθεκτική».
«Η «Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρέχει έναν συγκεκριμένο οδικό χάρτη δράσης και οι προτάσεις της, μεταξύ άλλων για την απλούστευση, θα πρέπει να υιοθετηθούν ταχέως. Αυτό περιλαμβάνει την ολοκλήρωση της ένωσης αποταμιεύσεων και επενδύσεων, ακολουθώντας ένα σαφές και φιλόδοξο χρονοδιάγραμμα, το οποίο θα πρέπει να βοηθήσει τους αποταμιευτές να επωφεληθούν από περισσότερες ευκαιρίες για επενδύσεις και να βελτιώσει την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση, ιδίως σε κεφάλαια κινδύνου. Είναι επίσης σημαντικό να δημιουργηθεί γρήγορα το νομοθετικό πλαίσιο για να προετοιμαστεί το έδαφος για την πιθανή εισαγωγή ενός ψηφιακού ευρώ. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διασφαλίσουν βιώσιμα δημόσια οικονομικά σύμφωνα με το πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και να δώσουν προτεραιότητα στις βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και στις στρατηγικές επενδύσεις», ανέφερε.
Σχετικά με τον πληθωρισμό, η κ. Λαγκάρντ δήλωσε πως σε ετήσια βάση μειώθηκε στο 2,2% τον Μάρτιο στην Ευρωζώνη. Οι τιμές της ενέργειας μειώθηκαν κατά 1,0%, μετά από μικρή αύξηση τον Φεβρουάριο, ενώ ο πληθωρισμός των τιμών των τροφίμων αυξήθηκε σε 2,9% τον Μάρτιο, από 2,7% τον Φεβρουάριο. Ο πληθωρισμός αγαθών παρέμεινε σταθερός στο 0,6%.Ο πληθωρισμός των υπηρεσιών μειώθηκε και πάλι τον Μάρτιο, στο 3,5%, και βρίσκεται πλέον μισή ποσοστιαία μονάδα κάτω από το ποσοστό που καταγράφηκε στο τέλος του περασμένου έτους.
«Οι περισσότεροι δείκτες του υποκείμενου πληθωρισμού υποδηλώνουν μια διαρκή επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%. Ο εγχώριος πληθωρισμός έχει μειωθεί από τα τέλη του 2024. Οι μισθοί μετριάζονται σταδιακά. Το τελευταίο τρίμηνο του 2024 η ετήσια αύξηση των αποδοχών ανά μισθωτό διαμορφώθηκε σε 4,1%, από 4,5% το προηγούμενο τρίμηνο».
«Οι περισσότερες μετρήσεις των μακροπρόθεσμων προσδοκιών για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να βρίσκονται γύρω στο 2%, γεγονός που στηρίζει τη βιώσιμη επιστροφή του πληθωρισμού στο στόχο μας», ανέφερε.
«Οι καθοδικοί κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη έχουν αυξηθεί. Η σημαντική κλιμάκωση των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων και οι συναφείς αβεβαιότητες θα μειώσουν πιθανότατα την ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ μέσω της εξασθένησης των εξαγωγών και ενδέχεται να συμπαρασύρουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση. Η επιδείνωση του κλίματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης, να αυξήσει την αποστροφή προς τον κίνδυνο και να καταστήσει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά λιγότερο πρόθυμα να επενδύσουν και να καταναλώσουν», προειδοποίησε η Λαγκάρντ.
«Οι γεωπολιτικές εντάσεις, όπως ο αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και η τραγική σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, παραμένουν επίσης σημαντική πηγή αβεβαιότητας. Ωστόσο, η αύξηση των δαπανών για την άμυνα και τις υποδομές θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάπτυξη», ανέφερε.
«Οι αυξανόμενες διαταραχές του παγκόσμιου εμπορίου αυξάνουν την αβεβαιότητα στις προοπτικές του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ. Η πτώση των παγκόσμιων τιμών της ενέργειας και η ανατίμηση του ευρώ θα μπορούσαν να ασκήσουν περαιτέρω καθοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό. Αυτό θα μπορούσε να ενισχυθεί από τη χαμηλότερη ζήτηση για τις εξαγωγές της ζώνης του ευρώ λόγω των υψηλότερων δασμών και την αναδρομολόγηση των εξαγωγών στη ζώνη του ευρώ από χώρες με πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα», εξήγησε.
«Οι δυσμενείς αντιδράσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών στις εμπορικές εντάσεις θα μπορούσαν να επιβαρύνουν την εγχώρια ζήτηση και ως εκ τούτου να μειώσουν επίσης τον πληθωρισμό. Αντίθετα, ο κατακερματισμός των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού θα μπορούσε να αυξήσει τον πληθωρισμό, ωθώντας προς τα πάνω τις τιμές των εισαγωγών. Η ενίσχυση των δαπανών για την άμυνα και τις υποδομές θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τον πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η εξελισσόμενη κλιματική κρίση ευρύτερα θα μπορούσαν να αυξήσουν τις τιμές των τροφίμων περισσότερο από ό,τι αναμένεται», πρόσθεσε.
«Το ευρώ έχει ενισχυθεί τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς το επενδυτικό κλίμα έχει αποδειχθεί πιο ανθεκτικό προς τη ζώνη του ευρώ από ό,τι προς άλλες οικονομίες», ανέφερε η Κριστίν Λαγκάρντ, ενώ εξήγησε πως τα τελευταία επίσημα στατιστικά στοιχεία για τον εταιρικό δανεισμό, τα οποία προηγήθηκαν αυτών των εντάσεων στις αγορές, συνέχισαν να δείχνουν ότι οι μειώσεις των επιτοκίων μας είχαν καταστήσει λιγότερο ακριβό τον δανεισμό για τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, η ζήτηση για δάνεια προς επιχειρήσεις μειώθηκε ελαφρώς το πρώτο τρίμηνο, μετά από μια μέτρια ανάκαμψη τα προηγούμενα τρίμηνα.