Εχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε σε ό,τι αφορά τις επιπλοκές του πληθωρισμού, ανέφερε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Φίλιπ Λέιν, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο CNBC, τονίζοντας ότι είναι απαραίτητο να διατηρηθούν περιοριστικά τα επιτόκια για μια «παρατεταμένη περίοδο» προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει τον στόχο της ΕΚΤ για 2%.
Μετά την επίτευξη του 2% που θα χρειαστεί τουλάχιστον 2 χρόνια, θα αρχίσει και η μείωση των επιτοκίων, όπως είπε. Σε αυτό το διάστημα δεν προβλέπεται ταχεία μείωσή τους, συμπλήρωσε.
Το αρχικό σοκ από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια και τις επιπτώσεις της πανδημίας είναι πίσω μας και τώρα είμαστε σε φάση προσαρμογής, ανέφερε.
Σημείωσε δε ότι η ΕΚΤ θα χρειαστεί να αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια. Όπως είπε χαρακτηριστικά, ακόμη μια αύξηση τον Ιούλιο θα ήταν «λογική», ενώ φαίνεται, σύμφωνα με κάποιους αξιωματούχους, ότι θα γίνει κι άλλη μια ή δύο αυξήσεις μετά το καλοκαίρι, αν και είναι ακόμα νωρίς να ειπωθεί τι θα κάνει η ΕΚΤ από το φθινόπωρο.
«Βρισκόμαστε αρκετά κοντά στη συνεδρίαση του Ιουλίου, ώστε είναι λογικό να πούμε ότι αν δεν υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στις προοπτικές, μια ακόμη αύξηση φαίνεται λογική για τον Ιούλιο», δήλωσε από τη Σίντρα της Πορτογαλίας. «Δεν σκέφτομαι καν για τον Σεπτέμβριο – υπάρχουν τόσα πολλά στοιχεία που θα μας έρθουν από τώρα μέχρι τότε».
Η ΕΚΤ πλησιάζει στο τέλος ενός ιστορικού κύκλου αυξήσεων των επιτοκίων, με μια ακόμη κίνηση κατά 0,25% να είναι σχεδόν βέβαιη στην επόμενη συνεδρίαση. Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής λένε ότι θα μπορούσε να χρειαστεί πρόσθετη σύσφιγξη μετά τις καλοκαιρινές διακοπές για να τιθασευτεί ο πληθωρισμός.
Το να έχουμε χαμηλά επιτόκια, σημείωσε, είναι μια ένδειξη αυτοπεποίθησης, ωστόσο πρέπει πρώτα να φτάσουμε τον πληθωρισμό στο 2% για να έρθει και η χαλάρωση. Για ένα – δυο χρόνια ο στόχος του 2% δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται, οπότε η τράπεζα θα επιμείνει σε υψηλά επιτόκια, ώστε να μην είμαστε έκθετοι σε κάποιο νέο σοκ., συμπλήρωσε ο Φίλιπ Λέιν.
Όταν εξετάζω τον ορίζοντα της νομισματικής πολιτικής για τα επόμενα δύο χρόνια, δεν νομίζω ότι είναι σκόπιμο να προσδοκούμε γρήγορες μειώσεις επιτοκίων», δήλωσε.