Στις περισσότερες χώρες του κόσμου, μια τεράστια υποβάθμιση του τοπικού νομίσματος θα αποτελούσε αιτία απόλυσης για τους αρμόδιους αξιωματούχος, πόσο μάλλον δε για τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας. Όχι όμως και στον Λίβανο, ο οποίος τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2021 είχε πέσει σε μια πολύ σκληρή οικονομική κρίση.
Με την ισοτιμία της να είναι επίσημα καθορισμένη από το 1997 στις 1.500 λίρες για ένα δολάριο, η λίρα Λιβάνου είχε χάσει το 95% της αξίας, πέφτοντας στις 27.500. Τότε ήταν που ο πρωθυπουργός Νατζίμπ Άζμι Μικάτι ρωτήθηκε εάν ήρθε η ώρα να αντικαταστήσει τον επί μακρόν επικεφαλής της Banque du Liban. Η απάντησή του ήταν ξεκάθαρη: «Δεν αλλάζει κανείς τους αξιωματικούς του κατά τη διάρκεια ενός πολέμου».
Βέβαια, ο πόλεμος μαίνεται ακόμα — και οι πολιτικοί του Λιβάνου, φαίνεται, έχουν τα όριά τους. Η λίρα διαπραγματεύεται πλέον στις 90.000 το δολάριο. Το ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί κατά 40% από το 2018 και όπως γράφει ο Economist, μετά από τρεις δεκαετίες στην Banque du Liban, ο Ριάντ Σαλαμέχ έχασε επιτέλους τη δουλειά του στις 31 Ιουλίου. Δεν έχει ανακοινωθεί μόνιμη αντικατάσταση, ωστόσο, ο κ. Μικάτι αρνήθηκε να παρατείνει τη θητεία του.
Κάποτε τον αποκαλούσαν «μάγο»
Κάποτε οι υποστηρικτές του αποκαλούσαν τον Ριάντ Σαλαμέχ «μάγο» επειδή διατηρούσε σταθερό το νόμισμα σε μια ασταθή χώρα. Όπως όλα τα μαγικά κόλπα, οι ενέργειες του Σαλαμέχ απαιτούσαν από το κοινό να μην κοιτάζει πολύ προσεκτικά: η ιστορία του δεν είναι απλώς ντροπιαστική, αλλά δείχνουν και μια χώρα όπου οι πολιτικοί αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί.
Ο Σαλαμέχ διορίστηκε το 1993 από τον Ραφίκ Χαρίρι, τον πρώτο πρωθυπουργό του Λιβάνου μετά τον εμφύλιο. Μαζί έχτισαν μια οικονομία που βασιζόταν σε τεράστιες ξένες εισροές για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματα (το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έφτασε το 26% του ΑΕΠ το 2014) και να διατηρήσουν τη νομισματική ισοτιμία . Στο αποκορύφωμά του, ο τραπεζικός τομέας της χώρας διατηρούσε καταθέσεις τετραπλάσιες από το ΑΕΠ της χώρας.
Βέβαια, το σχέδιο άρχισε να καταρρέει το 2015, καθώς η περιφερειακή αστάθεια και η πτώση της τιμής του πετρελαίου έπληξαν τις εισροές συναλλάγματος. Για να προσελκύσει νέες καταθέσεις, ο Σαλαμέχ ξεκίνησε ένα σχέδιο γνωστό ως «χρηματοοικονομική μηχανική» ή αυτό που η Παγκόσμια Τράπεζα είχε περιγράψει ως ένα «σχήμα Πόντσι».
«Κανείς δεν ξέρει πού θα σταματήσει η κατρακύλα»
Για ένα διάστημα, όλοι ήταν ευχαριστημένοι και κανείς δεν ασκούσε εποπτεία. Το 2018 μερικοί τραπεζίτες και οικονομολόγοι προσπάθησαν να σημάνουν συναγερμό, ωστόσο Σαλαμέχ καθησύχασε τον κόσμο. Ένα χρόνο αργότερα, ωστόσο, οι καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών άρχισαν να συρρικνώνονται. Δεν υπήρχαν πλέον αρκετά νέα χρήματα για την εξόφληση των παλιών υποχρεώσεων. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019 ούτε ο ίδιος ο κεντρικός τραπεζίτης δεν μπορούσε πλέον να προσποιείται. Ερωτηθείς από έναν τηλεοπτικό ρεπόρτερ πού θα σταματήσει η κατρακύλα, ανασήκωσε τους ώμους του: «Κανείς δεν ξέρει».
Κανείς, όμως, δεν τόλμησε να τον απομακρύνει, καθώς είχε σφυρηλατήσει στενούς δεσμούς με την πολιτική, επιχειρηματική και δημοσιογραφική ελίτ και, ενώ είχε ισχυρούς ξένους προστάτες όπως η Αμερική και η Γαλλία. Ο πρωθυπουργός Νατζίμπ Μικάτι είπε αυτή την εβδομάδα ότι ένας από τους τέσσερις αναπληρωτές του Σαλαμέχ θα αναλάβει τα καθήκοντά του μέχρι να βρεθεί ένας μόνιμος επικεφαλής τράπεζας, αλλά δεν είναι σαφές εάν αυτό θα συμβεί.
Έρευνα για διαφθορά
Όσο για τον Σαλαμέχ , η συνταξιοδότησή του θεωρείται απίθανο να είναι ήσυχη. Οι αρχές του Βελγίου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Λιχτενστάιν, του Λουξεμβούργου και της Ελβετίας τον ερευνούν για διαφθορά. Κατηγορείται ότι έκλεψε έως και 330 εκατομμύρια δολάρια από την κεντρική τράπεζα. Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι ορισμένα από τα χρήματα είχαν εκκαθαριστεί σε τραπεζικούς λογαριασμούς του αδελφού του στην Ελβετία και ότι άλλα ποσά χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά ακινήτων σε όλη την Ευρώπη. Ο ίδιος αρνείται τις κατηγορίες, λέγοντας ότι η περιουσία του προέρχεται από προηγούμενη δουλειά και τα επένδυσε με σύνεση.
Τον Μάιο, ένας Γάλλος δικαστής εξέδωσε διεθνές ένταλμα σύλληψης, ενώ η Γερμανία εξέδωσε «κόκκινο» συναγερμό μέσω της Interpol. Η νομοθεσία του Λιβάνου όμως δεν απαιτεί την έκδοσή του και πολλοί παρατηρητές πιστεύουν ότι το δικαστικό σώμα της χώρας είναι πολύ πολιτικοποιημένο για να ασκήσει δίωξη. Όπως λέει ξεκάθαρα ένας πρώην συνεργάτης του, «είναι μισητός» και για το τελευταίο του κόλπο ο «μάγος» μπορεί να ελπίζει σε μια… εξαφάνιση.