Πρόσθετες επενδύσεις έως και 800 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως ζητεί από τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο Μάριο Ντράγκι ώστε η ΕΕ να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της και να μην εγκλωβιστεί στις συμπληγάδες των ΗΠΑ και της Κίνας.
Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας παρουσίασε στις Βρυξέλλες την πολυαναμενόμενη έκθεσή του (περίπου 330 σελίδων) για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, που του είχε αναθέσει να συντάξει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Ο κ. Ντράγκι, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ως ο άνθρωπος που έσωσε την ευρωζώνη κατά τη διάρκεια της οκταετούς του θητείας στην ΕΚΤ, καλεί τα κράτη – μέλη της ΕΕ να αναπροσαρμόσουν το οικονομικό και βιομηχανικό τους μοντέλο άμεσα, χαλαρώνοντας τους κανόνες ανταγωνισμού για να καταστούν ευκολότερες οι συγχωνεύσεις σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, την ολοκλήρωση της ένωσης κεφαλαιαγορών, καλύτερη χρήση των κονδυλίων που ξοδεύουν τα κράτη – μέλη για τις αμυντικές προμήθειες και μια νέα, επικαιροποιημένη, εμπορική ατζέντα.
Ο Μάριο Ντράγκι υποστηρίζει ότι για να ανακτήσει η ΕΕ την ανταγωνιστικότητά της και να καλύψει το αυξανόμενο χάσμα παραγωγικότητας σε σχέση με τις ΗΠΑ, χρειάζονται επενδύσεις έως 800 δισ. Ευρώ ετησίως. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ευρωπαϊκή οικονομία αντιστοιχεί στο 50% αυτής των ΗΠΑ, ενώ μόλις πριν από 15 χρόνια ήταν σχεδόν ίσες. Οι νέες αυτές επενδύσεις που προτείνει ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ ισοδυναμεί με περίπου το 4,5 του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, πολύ υψηλότερο ακόμη και από το Σχέδιο Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αναφορικά με το μεγάλο ερώτημα, του πού δηλαδή θα βρεθούν αυτά τα χρήματα, ο Μάριο Ντράγκι υποστήριξε για μια ακόμα φορά τον κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό και τον πιο ενεργό ρόλο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. “Ο ιδιωτικός τομέας είναι απίθανο να μπορέσει να χρηματοδοτήσει τη μερίδα του λέοντος, χωρίς τη συμμετοχή του δημοσίου τομέα”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ντράγκι.
Ωστόσο, λίγες εβδομάδες πριν αναλάβει έργο η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ζήτημα του νέου, κοινού δανεισμού ή η αύξηση των εθνικών εισφορών στον προϋπολογισμό της ΕΕ, ενδέχεται να προκαλέσουν αντιδράσεις από τις λεγόμενες “φειδωλές χώρες”, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία.
Όπως έχουν επανειλημμένα υπογραμμίσει αρκετοί ευρωπαίοι οικονομολόγοι, η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σπιράλ προκλήσεων, που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τον πληθωρισμό, αλλά και το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας με τις ΗΠΑ και την Κίνα, καθώς το Πεκίνο επιχορηγεί με τεράστια ποσά κρίσιμους κλάδους της βιομηχανίας, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα, ενώ η Ουάσιγκτον δίνει σοβαρά οικονομικά κίνητρα σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς της πράσινης μετάβασης, με αποτέλεσμα η ΕΕ να ισορροπεί ανάμεσα στο ελεύθερο εμπόριο και τον οικονομικό προστατευτισμό, ψάχνοντας να βρει τον τρόπο να ανταγωνιστεί τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη.
Λίγο νωρίτερα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λαιεν υπογράμμισε ότι “ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσουμε τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητά μας είναι να απομακρυνθούμε από τα ορυκτά καύσιμα και να στραφούμε προς μια καθαρή, ανταγωνιστική και κυκλική οικονομία. Η δεύτερη αρχή είναι οι προσπάθειές μας για την ανταγωνιστικότητα να συμβαδίζουν με αυξημένη ευημερία για όλους στην Ευρώπη.
Όπως τόνισε η πρόεδρος της Κομισιόν, “υπάρχουν τρία βασικά σημεία στα οποία θέλω να εστιάσω. Πρώτον, για να είμαστε ανταγωνιστικοί, πρέπει να κατακτήσουμε την καθαρή και ψηφιακή μετάβαση. Δεύτερο σημείο, συμφωνούμε απόλυτα ότι χρειαζόμαστε περισσότερες δεξιότητες, επειδή οι τεχνολογίες είναι τόσο καλές όσο οι άνθρωποι που τις σχεδιάζουν, τις παράγουν και, φυσικά, τις χειρίζονται. Πρέπει λοιπόν να ενισχύσουμε τις επενδύσεις και τις δεξιότητες και πρέπει να φέρουμε περισσότερα άτομα στην αγορά εργασίας με τις δεξιότητες που απαιτούνται για την καθαρή και ψηφιακή μετάβαση. Και τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι για να είμαστε ανταγωνιστικοί, πρέπει να είμαστε ανθεκτικοί. Έχουμε περάσει από πολλά σοκ τα τελευταία χρόνια και εργαζόμαστε για να χτίσουμε περισσότερα”.