Με διαφορετικές «ταχύτητες» κινήθηκε το 2023 η αγορά των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων, με τη ζήτηση στα πρώτα να αυξάνεται και στα δεύτερα να… φρενάρει.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το πρώτο 10μηνο του 2023 ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της καταναλωτικής πίστης κατά μέσο όρο αυξήθηκε, ενώ ο αρνητικός ρυθμός μεταβολής των στεγαστικών δανείων εντάθηκε σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2022 (στο 1,9% έναντι 0,6% για τα καταναλωτικά και στο -3,7% έναντι -3% για τα στεγαστικά). «Η εξέλιξη των καταναλωτικών δανείων είναι συνεπής με την ανοδική πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης», διαπιστώνει η ΤτΕ και συνεχίζει: «Παρά τη μείωση του υπολοίπου των στεγαστικών δανείων το 10μηνο του 2023, η μέση ακαθάριστη ροή στεγαστικών δανείων (92 εκατ. ευρώ/μήνα) διατηρήθηκε σχεδόν στο ίδιο μέσο επίπεδο του αντίστοιχου διαστήματος του 2022 (97 εκατ. ευρώ) – και υψηλότερη σε σύγκριση με το μέσο όρο για το 2020 – 2021 (71 εκατ. ευρώ) και για τα έτη αμέσως πριν από την πανδημία το 2018 – 2019 (51 εκατ. ευρώ).
Η ανθεκτικότητα της ακαθάριστης ροής των στεγαστικών δανείων, σε συνδυασμό με τις εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων στην αγορά κατοικιών, είναι συνεπής με την επιτάχυνση του ετήσιου ρυθμού ανόδου του δείκτη τιμών των κατοικιών».
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη η καταναλωτική πίστη αναμένεται να κλείσει εφέτος στο 1,150 δισ. ευρώ, με το 45% της αγοράς να αφορά σε δάνεια, τα οποία δίνονται μέσω των συνεργαζόμενων καταστημάτων και το υπόλοιπο 10% μέσω ψηφιακών καναλιών. «Οι λευκές/μαύρες συσκευές και τα αυτοκίνητα εξακολουθούν να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος, με σχεδόν τις μισές εκταμιεύσεις να αφορούν σε αυτούς τους σκοπούς», σημειώνουν χαρακτηριστικά.
Η μέθοδος πληρωμής Buy Now Pay Later (BNPL) δε, φέρεται να έχει επιδράσει υποστηρικτικά στους στόχους των χορηγήσεων, αφού επιλέγεται από ολοένα και περισσότερους καταναλωτές. «Ο καταναλωτής μπορεί πλέον να επιλέξει να ‘σπάσει’ την αγορά σε δόσεις είτε τη στιγμή της αγοράς από τον εκάστοτε έμπορο είτε και εκ των υστέρων, αξιοποιώντας τις νέες δυνατότητες που προσφέρουν οι τράπεζες», προσθέτουν.
Όσον αφορά στη στεγαστική πίστη, αυτή εκτιμάται πως θα κλείσει το 2023 στο 1,2 δισ. ευρώ, δηλαδή, πάνω – κάτω στα περυσινά επίπεδα. «Θέλουμε να δώσουμε δάνεια, αλλά δεν υπάρχει ζήτηση», σημειώνουν χαρακτηριστικά πηγές των τραπεζών, αποδίδοντας το «χλιαρό» ενδιαφέρον από πλευράς των νοικοκυριών σε δύο λόγους:
1) Ο πρώτος έχει να κάνει με την αύξηση του κόστους των στεγαστικών δανείων. Πράγματι, τον τελευταίο χρόνο η τιμολόγηση των επίμαχων δανείων έχει ανέβει σημαντικά, γεγονός που λειτουργεί αποτρεπτικά για μεγάλη μερίδα καταναλωτών. Ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος επιλέξει σταθερό επιτόκιο, αυτό είναι υψηλότερο εν συγκρίσει με παλαιότερα. Προς επίρρωση, το κόστος για ένα στεγαστικό δάνειο με σταθερό επιτόκιο κυμαίνεται σήμερα από 3,50% για διάρκεια τριών ετών έως και 5,05% για 30 έτη, όταν το ίδιο διάστημα πέρυσι τα συγκεκριμένα επιτόκια είχαν διαμορφωθεί σε 2,70% και 4,85% αντίστοιχα. Κι αυτό, ενόσω οι ίδιες οι τράπεζες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις όποιες αυξήσεις σε κάπως ανεκτά επίπεδα.
2) Ο δεύτερος λόγος αφορά στα εισοδήματα των εγχώριων νοικοκυριών. «Κάποια από αυτά δηλώνονται επίσημα και κάποια όχι. Κατά τη χορήγηση ενός δανείου, ωστόσο, η τράπεζα οφείλει να ελέγξει το δηλωθέν εισόδημα, προκειμένου να προχωρήσει στην έγκριση και κατ’ επέκταση, στην εκταμίευση», επισημαίνουν οι ίδιες πηγές. Υπενθυμίζεται ότι σε πρόσφατη συνέντευξή του ο διοικητής της ΤτΕ, κ. Γιάννης Στουρνάρας, υπολόγισε στα 60 δισ. ευρώ τη φοροδιαφυγή στη χώρα. «Τα εισοδήματα, τα οποία δηλώνουμε, είναι 80 δισ. ευρώ. Η κατανάλωση που δηλώνεται είναι 140 δισ. ευρώ. Χωρίς, μάλιστα, η κατανάλωση αυτή να χρηματοδοτείται από τη μείωση των αποταμιεύσεων, αφού αυτές αυξάνονται (σ.σ. ενδεικτικά, την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2023 οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 2,1 δισ. ευρώ)», ανέφερε χαρακτηριστικά. Το φορολογικό νομοσχέδιο, πάντως, βάζει τέλος από τις αρχές του 2024 στις αγοραπωλησίες ακινήτων με μετρητά, απειλώντας με ακύρωση του συμβολαίου, αλλά και πρόστιμα «φωτιά» που φτάνουν έως και 500.000 ευρώ, τους παραβάτες.