Μετά από 12 δύσκολα χρόνια, και βγαίνοντας από την πανδημία, και ενώ ήμασταν έτοιμοι όλοι – κοινωνία και επιχειρήσεις – να ξεφύγουμε μπροστά, με αυτοπεποίθηση, βρισκόμαστε εκ νέου αντιμέτωποι με μια νέα, οξεία κρίση, σε ένα περιβάλλον με μεγάλες αβεβαιότητες.
Είναι μια εξωγενής κρίση, με κύρια αφετηρία τη γεωπολιτική και ανθρωπιστική τραγωδία της Ουκρανίας, με ευρείες επιπτώσεις που δεν αφορούν ασύμμετρα την Ελλάδα.
Έχει ωστόσο ήδη ορατά αποτελέσματα, ιδιαίτερα στο κόστος ενέργειας, τροφίμων και πρώτων υλών, αλλά και προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται, ενώ συγχρόνως μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων, και υποχωρεί και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής, αλλά και γενικά της ευρωπαϊκής, παραγωγής.
Το αποτέλεσμα είναι να απειλείται η αναπτυξιακή και επενδυτική προοπτική, ενώ και οι δημοσιονομικές αντοχές δοκιμάζονται εκ νέου.
Η αντιμετώπιση των άμεσων κινδύνων είναι σωστό και σκόπιμο να αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα του κράτους, των επιχειρήσεων και των θεσμικών φορέων όπως ο ΣΕΒ.
Όμως η εποχή επιβάλλει να δούμε και πέρα από το πώς θα μετριάσουμε τα άμεσα πλήγματα της κρίσης. Σε μια εποχή σημαντικών μεταβολών και αναγκαίων προσαρμογών στις κοσμογονικές δομικές και τεχνολογικές αλλαγές που ήδη βιώνουμε.
Στον ΣΕΒ πιστεύουμε βαθιά στην ανάγκη ταυτόχρονης υλοποίησης μιας ουσιαστικής μεταρρυθμιστικής και αναπτυξιακής ατζέντας που θα μας επιτρέψει όχι μόνο να αξιοποιηθούν σωστά οι σημαντικοί ευρωπαϊκοί και επενδυτικοί πόροι, αλλά και να αντιμετωπίσουμε χρόνιες θεσμικές αδυναμίες που αποτελούν εμπόδια στην ενδυνάμωση της επιχειρηματικότητας και τη δημιουργία ενός πιο αποτελεσματικού κράτους.
Είναι ο δρόμος για να μεγαλώσουμε την πίτα, να τονώσουμε την πληγωμένη μας συλλογική αυτοπεποίθηση και να δημιουργήσουμε προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον.
Οι βάσεις για να αισιοδοξούμε έχουν μπει, η χώρα έχει κάνει σημαντικά βήματα για το χτίσιμο της αξιοπιστίας της, και το brand name της Ελλάδας έχει σαφώς βελτιωθεί.
Βλέπουμε επίσης, σήμερα να αναδεικνύονται πολλές από τις προϋποθέσεις για έναν κύκλο διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας. Αρκετοί από τους βασικούς δείκτες κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, η ανεργία μειώνεται, ενώ οι εξαγωγές και οι επενδύσεις ακολουθούν ανοδική πορεία.
Παράλληλα, αναδεικνύεται ένα μικρό, αλλά ζωτικό και αναπτυσσόμενο οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων, βελτιώνεται η ικανότητα της οικονομίας μας να καινοτομεί, και χτίζεται η σχέση ανάμεσα στα πανεπιστήμια και τις επιχειρήσεις, ένα ζητούμενο δεκαετιών.
Στα θετικά, επίσης, καταγράφονται τόσο η μεγάλη επιτάχυνση της ψηφιοποίησης της δημοσίας διοίκησης, και των ψηφιακών υποδομών, όσο και η συνειδητή προσπάθεια των τελευταίων ετών για σταθερό και αποτελεσματικό φορολογικό πλαίσιο, τον εξορθολογισμό της γραφειοκρατίας και την ισχυροποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Όμως, σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια σειρά από καταλυτικά για την πορεία μας ερωτήματα: Αρκεί η πρόοδος μόνο σε σχέση με το παρελθόν μας, ή αναμετριόμαστε με άλλους, πιο δύσκολους, διαχρονικούς δαίμονες; Αντιστοιχούν οι ρυθμοί μετασχηματισμού μας σε αυτούς που απαιτούν οι τεχνολογικές εξελίξεις και η πράσινη μετάβαση; Κερδίζουμε έδαφος σε σχέση με άλλες χώρες, εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Έχουμε αξιόπιστους μηχανισμούς για να υλοποιήσουμε τα όσα έχουμε νομοθετήσει αλλά και ικανό αριθμό ανταγωνιστικών εταιρειών για να τα μεταφράσουν στην αγορά; Σε τέτοια ερωτήματα δεν μπορούμε να απαντήσουμε αβίαστα θετικά και γι’ αυτό χρειάζεται ακόμα προσπάθεια και να κάνουμε το επόμενο βήμα, ειδικά εκεί όπου οι μεταρρυθμιστικές επιδόσεις υπολείπονται των αναγκών της συγκυρίας.
Υπάρχουν ακόμα βήματα που μπορούν να γίνουν, αφού διαπιστώνουμε ότι: Οι εργοδοτικές εισφορές παραμένουν υψηλές, μειώνοντας τόσο το εισόδημα των εργαζόμενων όσο και την ανταγωνιστικότητα των οργανωμένων επιχειρήσεων.
Η βελτίωση της ποιότητας της νομοθέτησης, η απλοποίησή της και η επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης παραμένουν μεγάλο στοίχημα για το κράτος δικαίου. Αποτελούν ίσως τη μεγαλύτερη τροχοπέδη στην επενδυτική και οικονομική δραστηριότητα, ενώ είναι και πηγή αδιαφάνειας και έλλειψης εμπιστοσύνης.
Αντίστοιχα, η αδειοδότηση και η χωροταξία παραμένουν πηγές προβλημάτων, παρά την ιστορικής σημασίας προσπάθεια απλοποίησης και δυνατότητας προβλέψιμης αδειοδότησης παραγωγικών επιχειρήσεων. Ακόμα και σε κάτι που όλοι συμφωνούμε, την ανάγκη για επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ, βιώνουμε μια αναντιστοιχία μεταξύ νομοθετικών πρωτοβουλιών και πραγματικής υλοποίησης. Στην προσπάθεια προσέλκυσης και πραγματοποίησης επενδύσεων, όλα αυτά λειτουργούν ως ισχυρά αντικίνητρα.
Ειδικά για τις επενδύσεις που χρειάζονται για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η αγορά ενέργειας, τα περιθώρια είναι αρκετά στενά. Και αυτό γιατί, πλην απροόπτου, η Ευρώπη (και η Ελλάδα) θα έχει ανταγωνιστικό μειονέκτημα στο κόστος ενέργειας τουλάχιστον για 5-6 χρόνια. Με την πράσινη μετάβαση να προσθέτει πολυπλοκότητα και κόστος στην προσπάθεια για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να φροντίσουμε οι ελληνικές επιχειρήσεις να μην είναι σε μειονεκτική θέση.
Δεν είμαστε εκεί σήμερα, ενώ απολύτως συνδεδεμένο θέμα είναι και η πρόκληση νομοθέτησης ευρωπαϊκών κανόνων, που να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο διαρροής άνθρακα, δηλαδή της μεταφοράς παραγωγής εκτός Ευρώπης σε αναζήτηση πιο χαλαρών περιβαλλοντολογικών κανόνων. Τα διλήμματα του τρίπτυχου αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, κόστος και ασφάλεια εφοδιασμού ενέργειας, και ανταγωνιστικότητα της παραγωγής δεν είναι καινούργια, αν και η κρίση έχει αλλάξει τα δεδομένα.
Στον ΣΕΒ πιστεύουμε πως η χώρα είναι σε θέση να επιταχύνει σημαντικά εφόσον δεν μείνουμε πίσω στην πορεία ολοκλήρωσης όλων των κρίσιμων μεταρρυθμίσεων. Είναι αναγκαίος όρος ώστε να μπορέσει να υλοποιηθεί η πληθώρα επενδυτικών σχεδίων και πόρων που υπάρχει σήμερα και να αξιοποιηθεί στο έπακρο το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί πόροι.
Από τη μεριά τους όμως, και οι επιχειρήσεις έχουν πολλά βήματα να κάνουν ώστε να αποδειχθούμε αντάξιοι των διαμορφούμενων προκλήσεων. Με μεγαλύτερη έμφαση στην έρευνα, στην καινοτομία και στον ψηφιακό μας μετασχηματισμό, και με επένδυση στους ανθρώπους μας, στις γνώσεις και δεξιότητές τους.
Έχουμε καθήκον να πολλαπλασιάσουμε τις ευκαιρίες για φοιτητές και αποφοίτους να κάνουν μαθητεία και πρακτική άσκηση, να έλθουν οι νέοι άνθρωποι σε επαφή με την πραγματική αγορά, όπως και να βοηθήσουμε και να καλυφθεί το μεγάλο κενό που έχει δημιουργηθεί με την κατάργηση των τεχνικών σχολών. Σε όρους εταιρικής διακυβέρνησης, να πάμε από την τυπική συμμόρφωση προς την ουσιαστική, ενσωματώνοντας παράλληλα τη διαφορετικότητα και την ισότητα παντού.
Σε μια εποχή που πολλές παραδοσιακές αντιλήψεις μπαίνουν εκ νέου στο μικροσκόπιο, και οι προκλήσεις έχουν γίνει πιο σύνθετες και πολύπλευρες, δεν αρκεί να ανεβάσουμε τον πήχη. Απαιτείται να ανέβουμε όλοι κατηγορία, κράτος και επιχειρήσεις. Μπορούμε καλύτερα και πρέπει καλύτερα.
* Ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος είναι πρόεδρος του Δ.Σ. του ΣΕΒ