Πάνω από το 70% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, όλων των μεγεθών και κλάδων, δήλωσαν ότι ετοιμάζουν μεγάλες ή μέτριες αυξήσεις τιμών τους προσεχείς μήνες, λόγω των ισχυρών πληθωριστικών προσδοκιών από την πλευρά των προμηθευτών και των πελατών.
Αυτό είναι ένα από τα κυριότερα ευρήματα έρευνας της ΕΚΤ, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και αναλύθηκε κατά τη συνεδρίαση του δ.σ. τον Ιούνιο προκειμένου να λάβει αποφάσεις για τα επιτόκια. Ήταν εκείνο το σημείο που έδωσε το βασικό επιχείρημα στη νομισματική αρχή ότι μπορούσε να παρέμβει για να περιορίσει τις πληθωριστικές προσδοκίες και να περιορίσει τη ζήτηση.
Για τον ίδιο λόγο το δ.σ. της ΕΚΤ αποφάσισε τον Ιούνιο να δοθεί έμφαση επικοινωνιακά στην άνοδο των επιτοκίων και στον στόχο για πληθωρισμό στο 2%. Κάτι, το οποίο επισημαίνεται και σε επιστολή της επικεφαλής της ΕΚΤ, κυρίας Κριστίν Λαγκάρντ, σε απάντηση στην Ευρωβουλή. Σημείωσε ότι οι αποφάσεις της ΕΚΤ γίνονται πιο αποτελεσματικές όταν όλοι εστιάζουν στην επανάληψη του μηνύματος και την ανάλυση των αποφάσεων ύστερα από κάθε συνεδρίαση.
Η έρευνα
Το σχετικό ερωτηματολόγιο της έρευνας ενσωματώθηκε στην τακτική μελέτη της ΕΚΤ και της Κομισιόν για την πρόσβαση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση (περιλαμβάνει και τις ελληνικές). Η ανάλυση των στοιχείων από την ΕΚΤ έδειξε ότι οι μεγαλύτερες ανατιμήσεις αναμένονται από τη Γερμανία, την οποία ακολουθούν Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία. Το ποσοστό των επιχειρήσεων σε αυτές τις χώρες που απάντησαν θετικά στο ότι ετοιμάζονται για αυξήσεις τιμών ξεπερνά το 70%.
Οι μεγαλύτερες ανατιμήσεις αναμένονται στα βιομηχανικά προϊόντα, στον κλάδο των κατασκευών και του εμπορίου, ενώ μικρότερες στον τομέα των υπηρεσιών. Σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΚΤ, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι κύριες πηγές που οδηγούν σήμερα στις ανατιμήσεις είναι οι υψηλότερες τιμές πρώτων υλών, αν και υπάρχει διαφοροποίηση ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων.
Στις μεγάλες, οι πιέσεις προέρχονται κυρίως από το κόστος πρώτων υλών και το εργατικό κόστος, ενώ στις μικρότερες από το κόστος χρηματοδότησης. Πάντως, το εργατικό κόστος αναφέρεται ως ο δεύτερος σημαντικότερος παράγοντας πίεσης, σε σχέση με το εισαγόμενο κόστος, το οποίο επηρεάζεται και από την ισοτιμία του ευρώ.
Επιπλέον, η μελέτη διαπιστώνει ότι ένας κρίσιμος παράγοντας για τις τελικές αποφάσεις, σχετικά με το χρόνο και το ύψος των ανατιμήσεων, είναι η αντίληψη του ανταγωνισμού για το επίπεδο τιμών. Όσο υψηλότερες είναι οι πληθωριστικές προσδοκίες τόσο μεγαλύτερα επίπεδα τιμών θεωρούνται αποδεκτά από πελάτες και προμηθευτές.
Στα πρακτικά της συνεδρίασης του Ιουνίου αναφέρεται ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν ήδη προχωρήσει σε αυξήσεις τιμών (για αυτό προέκυψε η άνοδος του πληθωρισμού), σημειώνοντας, ωστόσο, ότι ήταν μικρότερες από την αύξηση του κόστους για αυτές.
Δηλαδή, οι επιχειρήσεις προσπάθησαν να απορροφήσουν μέρος του κόστους, κάτι που φάνηκε από τη μικρότερη κερδοφορία και τα μικρότερα περιθώρια κέρδους. Ενδεχομένως, η συγκράτηση αυτή θα μπορούσε να οφείλεται σε κάποιο βαθμό στην αρχική εκτίμηση για τον προσωρινό χαρακτήρα του πληθωρισμού και για λόγους ανταγωνισμού και διαπραγματεύσεων για τους μισθούς.
Τώρα, σύμφωνα με τα πρακτικά, τα μηνύματα που λαμβάνει η ΕΚΤ προβλέπουν νέες αυξήσεις μισθών κατά 3-4%. Επιπλέον, ο μη προσωρινός πλέον χαρακτήρας του πληθωρισμού αλλάζει την κοστολόγηση και την τιμολογιακή πολιτική των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Συνεπώς, η συγκράτηση της ζήτησης μπορεί να περιορίσει τις πληθωριστικές προσδοκίες, εφόσον η ΕΚΤ εμφανιστεί πιο αποφασιστική για τον έλεγχο των τιμών. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε να προαναγγελθούν οι αυξήσεις επιτοκίων και να υπογραμμιστεί αρκετές φορές στην ανακοίνωση και κατά τη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε ότι η εντολή της ΕΚΤ είναι ο έλεγχος των τιμών. Αυτό έγινε εμφανές από τις δηλώσεις της επικεφαλής της ΕΚΤ, κυρίας Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία επανέλαβε τον στόχο του 2% και ότι αυτός θα επιτευχθεί με κάθε μέσο που διαθέτει ως νομισματική αρχή στο πλαίσιο των εντολών της.