Από τη μέρα που άρχισε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η αγωνία των Ευρωπαίων πολιτικών είναι να δείξουν ότι «κάνουν κάτι» για να αντιταχθούν στο ρωσικό καθεστώς και οι περισσότερες κυβερνήσεις της Ευρώπης έφτασαν στο συμπέρασμα – ορθώς πράττουσες- ότι η πρόκληση μιας ευθείας σύγκρουσης με τη Ρωσία που έχει πυρηνικά στο οπλοστάσιό της, δεν θα ήταν μια καλή ιδέα. Αρα, όπως αναφέρει ανάλυση του Ράιαν ΜακΜάκεν στο think tank Mises Institute, το να κάνουν κάτι συνίσταται κυρίως στην προσπάθειά τους να τιμωρήσουν τη Μόσχα, αποκόπτοντας τους Ευρωπαίους από το τόσο απαραίτητο γι’ αυτούς ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον ΜακΜάκεν, είναι ότι αυτό που κάνουν είναι να πλήξουν τη Ρωσία μόνο βραχυπρόθεσμα, γιατί η χώρα θα μπορεί να στραφεί σε πολλές αγορές εκτός Ευρώπης.
Εξάλλου, το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη έχει αρνηθεί να ακολουθήσει τις ΗΠΑ και την ΕΕ στην επιβολή εμπάργκο και εμπορικών κυρώσεων, επιλέγοντας πιο περιορισμένα μέτρα.
Μπορεί η Ευρώπη να απεξαρτηθεί πλήρως από τη Ρωσία;
Για ευνόητους λόγους, οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διστάζουν να αποκοπούν ολοκληρωτικά από το ρωσικό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο κι αυτό γιατί η Ευρώπη γινόταν ολοένα και πιο εξαρτώμενη από το ρωσικό αέριο. Αυτό ίσχυσε κατά κόρον στην περίπτωση της Γερμανίας, Νο1 οικονομίας της Ευρώπης, που είναι αντιμέτωπη με βαθιά ύφεση αν σταματήσει τις εισαγωγές ρωσικού αερίου. Εχει γίνει μεγάλη συζήτηση για την επιβολή σοβαρών κυρώσεων στη Ρωσία, αλλά αυτό απέχει από την επιβολή πλήρους εμπάργκο στη ρωσική ενέργεια.
Παρόλα αυτά, ακόμη και όταν αυξάνεται η πίεση να γίνουν κάνουν περισσότερα για να «στριμώξουν» τη Μόσχα, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θέλουν να προχωρήσουν με πιο αργά βήματα. Αυτό, όμως, δίνει και στη Μόσχα περισσότερο χρόνο να προσαρμόσει τα logistics για να μεταφέρει τις εξαγωγές πετρελαίου σε άλλα μέρη του κόσμου.
Αποτέλεσμα θα ήταν το φάσμα της ύφεσης στις ευρωπαϊκές οικονομίες και οι πολιτικοί το ξέρουν. Γι’ αυτό ακριβώς και η Ουγγαρία, για παράδειγμα, έχει επανειλημμένα αντιταχθεί στο εμπάργκο, καθώς οι Ούγγροι έχουν χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από χώρες όπως Γερμανία και Γαλλία.
Τα προβλήματα για την Ευρώπη πάντως δεν φαίνεται να σταματούν, καθώς ο ΟΠΕΚ είπε ότι δεν θα μπορέσει να αντλήσει αρκετό πετρέλαιο για να υποκαταστήσει το ρωσικό.
Σε κάθε περίπτωση, η Ευρώπη δεν φαίνεται να καταφέρνει να πείσει τον ΟΠΕΚ να κάνει πολλά για να τιμωρήσει ή να απομονώσει τη Ρωσία στις αγορές πετρελαίου. Το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας ανακοίνωσε αυξημένη συνεργασία με τη Ρωσία τους τελευταίους μήνες και ο πόλεμος της Ουκρανίας δεν φαίνεται να είναι σημαντικό θέμα για τον ΟΠΕΚ.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τίποτα από αυτά δεν θα βλάψει καθόλου τη Μόσχα. Θα χρειαστεί χρόνος για να τροποποιηθούν οι ρωσικές αγορές πετρελαίου ώστε να εξυπηρετούνται άλλοι καταναλωτές εκτός Ευρώπης, και αυτό θα σημαίνει μείωση των εσόδων, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Επιπλέον, οι οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ καθιστούν πιο δύσκολο για τους Ρώσους εμπόρους να δραστηριοποιούνται παγκοσμίως.
Παρά τον ισχυρισμό της Δύσης ότι διεξάγει κάποιου είδους πόλεμο υπέρ της δημοκρατίας και ενάντια στον αυταρχισμό, οι περισσότερο ωφελημένοι από τα ευρωπαϊκά εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο φαίνεται να είναι μερικά από τα πιο αυταρχικά καθεστώτα του πλανήτη. Το Πεκίνο θα δεχτεί ευχαρίστως τις προμήθειες πετρελαίου και φυσικού αερίου που δεν πωλούνται πλέον στη Δύση, και πιθανώς με έκπτωση. Επιπλέον, εάν οι τιμές του πετρελαίου αυξηθούν, αυτό είναι πιθανό να ωφελήσει τουλάχιστον ορισμένους από τους δικτάτορες που τροφοδοτούνται με πετρέλαιο μεταξύ των μελών του ΟΠΕΚ.
Στο μεταξύ, οι «κοινοί θνητοί» της Ευρώπης το πιθανότερο είναι να βρεθούν να πληρώνουν ακόμα περισσότερα για την ενέργεια και αναπόφευκτα και για άλλα προϊόντα και υπηρεσίες με τον κίνδυνο της ύφεσης να είναι όλο και πιο κοντά.
Σε ρόλο… διασώστη οι ΗΠΑ;
Όπως συμβαίνει συχνά, η Ευρώπη κοιτάζει προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για να τη διασώσουν ξανά. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δήλωσε ότι μπορεί να στείλει αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) στην Ευρώπη για να αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τη Ρωσία στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης. Όμως, δεν είναι τόσο απλό. Όπως έχει σημειώσει ο Ντέιβιντ Μπλάκμον στο Forbes:
«Ενώ η δέσμευση των ΗΠΑ να βοηθήσουν τη Γερμανία και άλλα ευρωπαϊκά έθνη να αποδεσμευτούν από το ρωσικό φυσικό αέριο φαίνεται να είναι ένας ευγενής στόχος, υπάρχειένα πρόβλημα: ο Πρόεδρος προφανώς δεν μίλησε για αυτό στην αμερικανική βιομηχανία LNG πριν κάνει τη συμφωνία. Διαβάζοντας αποσπάσματα από δηλώσεις των στελεχών της Tellurian σε άρθρο των New York Times, είναι προφανές ότι η ανακοίνωση του Προέδρου τους έπιασε εξ απήνης. «Δεν έχω ιδέα πώς θα το κάνουν αυτό…»
Στην εποχή του κορωνοϊού, οι Αμερικανοί πολιτικοί συνήθισαν να διορθώνουν καταστάσεις μέσω του «θαύματος» της εκτύπωσης χρημάτων. Αλλά στον πραγματικό κόσμο, είναι ακόμα απαραίτητο να παράγεται πετρέλαιο και φυσικό αέριο (και άλλα εμπορεύματα) μέσω της πραγματικής φυσικής παραγωγής. Επίσης, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι οι βιομηχανίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στις Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό σε ιδιωτικά χέρια. Αυτό σημαίνει ότι ο Μπάιντεν μπορεί να υποσχεθεί ό,τι θέλει, αλλά ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει ακόμα να κάνει τη δουλειά και τα κίνητρα της αγοράς μπορεί να μην ευνοούν απαραίτητα την πώληση των πάντων στην Ευρώπη…
Ούτε η εκτύπωση χρημάτων μπορεί να κάνει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να εμφανιστούν ως δια μαγείας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Τελικά, η φρενίτιδα των κυρώσεων και των εμπάργκο που επιδιώκει η «Δύση» μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από το να αυξήσει το κόστος ζωής για τους κατοίκους της. Ακόμη χειρότερες είναι οι παρενέργειες αυτών των κυρώσεων για τις φτωχότερες χώρες της Αφρικής και της Ασίας που χρειάζονται ρωσικά σιτηρά και ρωσικό λάδι σε πολλές περιπτώσεις για να μπορέσουν οι κάτοικοι αυτών των χωρών να ζουν πάνω από το όριο της απόλυτης φτώχειας.
Αυτές οι πολιτικές θα κάνουν τη ζωή πιο δύσκολη για τους απλούς και αθώους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, ενώ θα αποτύχουν να τερματίσουν πραγματικά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αλλά αυτό είναι ένα τίμημα που είναι προφανώς διατεθειμένοι να πληρώσουν άνδρες όπως ο Μπάιντεν και ο Μακρόν.