Κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης του μέσου και του κατώτατου μισθού λόγω της πληθωριστικής έκρηξης, που οδηγεί τα ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού ακόμη και στην αποστέρηση βασικών αγαθών, αποτυπώνει η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Την ίδια ώρα, όμως, και το ΙΟΒΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία του πληθωρισμού, με τον γενικό διευθυντή του Νίκο Βέττα να τονίζει ότι «πρέπει να αναθεωρήσουμε όλες τις εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό (σ.σ. 5%-6% σε μέσα επίπεδα για το 2022) καθώς μπορεί να είναι όλη τη χρονιά στο 10%».
Η δυσμενής αυτή εξέλιξη, σε συνδυασμό με την υποχώρηση των κλαδικών συμβάσεων και κατ’ επέκταση των κλαδικών αμοιβών, οι οποίες μόλις και μετά βίας καλύπτουν το 25% των εργαζομένων, συνθέτει την εικόνα της αγοράς εργασίας μετά την οικονομική και υγειονομική κρίση. Ο συνδυασμός, δε, με τις επιπτώσεις του πολέμου και την ενεργειακή κρίση οδηγεί με βεβαιότητα ότι το επόμενο διάστημα θα πληγούν δυσανάλογα οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την οικονομία και την απασχόληση κατέγραψε μεγάλες επιδράσεις των συνεπειών της κρίσης στις αμοιβές και διατυπώνει σοβαρές επιφυλάξεις για τις επιπτώσεις σε όλους τους οικονομικούς δείκτες.
«Ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημίας, της ακρίβειας και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας», σημειώνει χαρακτηριστικά και υπογραμμίζει πως «η ελληνική οικονομία, πριν προλάβει να επιστρέψει στην προ πανδημίας κατάσταση, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αποσταθεροποιητική διαταραχή και διατρέχει τον κίνδυνο σημαντικής επιβράδυνσης».
Η αγοραστική δύναμη των κατώτατων αμοιβών κατέγραφε απώλεια της τάξεως του 18% τον Απρίλιο, που αντισταθμίστηκε μόνο μερικώς από την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ από την Πρωτομαγιά (συνολικά 9,7% το 2022). Χαρακτηριστική είναι η σχετική αναφορά της έκθεσης: «Η αθροιστική αύξηση του κατώτατου μισθού αντισταθμίζει ως έναν βαθμό τη σωρευτική απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη δυναμική του κύματος της ακρίβειας θα εξανεμίσει πολύ γρήγορα τα όποια οφέλη της τελευταίας αύξησης».
Κλαδικές συμβάσεις
Το 2021 υπογράφηκαν 16 εθνικές κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας, 9 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές και 182 επιχειρησιακές. Οι 34 συλλογικές συμβάσεις εργασίας (κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές) που βρίσκονται σε ισχύ καλύπτουν δυνητικά περίπου 625.000 άτομα, αριθμός που αντιστοιχεί περίπου στο 27% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων. Οι 182 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καλύπτουν δυνητικά 152.077 μισθωτούς. Αυτό σημαίνει ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των εργαζομένων στερείται συμβάσεων, αμείβεται με χαμηλές αμοιβές και πλήττεται περισσότερο από τη νέα έξαρση της κρίσης.
Ανισότητα στις αμοιβές
Η μεγαλύτερη ανισότητα καταγράφεται στην αμοιβή των εργαζομένων μερικής απασχόλησης έναντι των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, όπως και των γυναικών έναντι των ανδρών, αν συνυπολογιστούν και οι ώρες εργασίας.
Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2021 κατά μέσο όρο οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης απασχολούνταν το 76% του χρόνου εργασίας των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, αλλά αμείβονταν μόλις με το 38% της αμοιβής των τελευταίων, ενώ οι γυναίκες εργάζονταν τις ίδιες ώρες με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν το 84% της αμοιβής αυτών. «Η ακρίβεια οδηγεί ορισμένα στρώματα του πληθυσμού σε υλική αποστέρηση» εκτιμά η έκθεση, επισημαίνοντας τους κινδύνους να οδηγηθούμε σε επισιτιστική κρίση εάν συνεχιστεί το υπάρχον περιβάλλον.
Τέλος οι νέοι ηλικίας 18-24 ετών κινδυνεύουν σε σημαντικό βαθμό – σε σχέση με άλλες κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες – από τη φτώχεια. Τη διετία 2019-2020 κίνδυνο φτώχειας στην εργασία αντιμετώπισε το 15% των νέων 18-24 ετών στην Ελλάδα έναντι 12,1% στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο δείκτης απεικονίζει το ποσοστό των εργαζομένων που δεν καλύπτουν τις ανάγκες τους με το εισόδημα από την εργασία τους.