Περίπου 1.000 ευρώ διαθέτουν από το εισόδημά τους κάθε χρόνο οι Έλληνες κατά μέσο όρο για την κάλυψη υγειονομικών αναγκών, με 1 στους 5 να έχει ιδιωτική ασφάλιση υγείας.
Το 70% του πληθυσμού διαθέτει μέχρι 2.000 ευρώ, ενώ ένα ποσοστό 6,6% επιβαρύνεται με μεγαλύτερα ποσά.
Όμως, ένα ποσοστό 22% των Ελλήνων πέρυσι, δεν μπόρεσε να πάρει υπηρεσιών υγείας παρότι τις χρειάστηκε, λόγω κόστους, με την πλειοψηφία των ατόμων αυτών να μην μπορούν να πάρουν ούτε τα φάρμακα που χρειάζονται.
«Το εύρημα αυτό, επιβεβαιώνει την ανελαστικότητα των δαπανών υγείας σε σχέση με το εισόδημα και αναδεικνύει το πρόβλημα της ανάγκης καταβολής άμεσων πληρωμών για φροντίδα υγείας από άτομα χαμηλού εισοδήματος», επισημαίνει ο καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Κοσμήτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης. Και προσθέτει «εκείνοι που έχουν διαγνωστεί με χρόνιο πρόβλημα υγείας είναι κατά 48% πιο πιθανό να μην μπορούν να κάνουν χρήση των υπηρεσιών υγείας λόγω κόστους. Αντίστοιχα και οι γυναίκες έχουν 43% μεγαλύτερη πιθανότητα από τους άνδρες να δηλώσουν το ίδιο».
Στον αντίποδα, μόνο το 10,5% απευθύνθηκε για νοσηλεία σε ιδιωτικό μη συμβεβλημένο νοσηλευτήριο, ενώ το 61,2% του πληθυσμού νοσηλεύθηκε σε νοσοκομείο του δημοσίου συστήματος υγείας (ΕΣΥ, Στρατιωτικό νοσοκομείο κλπ) και το 26,6% σε ιδιωτικό νοσοκομείο, το οποίο όμως ήταν συμβεβλημένο με τον ασφαλιστικό του φορέα.
Εμπόδια πρόσβασης στο ΕΣΥ αντιμετωπίζει το 21,4% του πληθυσμού και εμπόδια πρόσβασης στα φάρμακα που χρειάζεται, το 15,6% του πληθυσμού.
Το 88,3% αυτών, αντιμετώπισε δυσκολίες να βρουν και να πάρουν το φάρμακό τους, ένα 12,6% βρήκε δυσκολίες στη συνταγογράφησή του, ενώ ένα 11.1% δεν είχε να πληρώσει είτε το κόστος του, είτε τη συμμετοχή του ασθενή. Επιπλέον, ένα 5% περίπου ήταν ανασφάλιστο, για ένα 2% περίπου δεν εγκρίθηκε η θεραπεία και για ένα ποσοστό 1,7%, το φαρμακείο ήταν πολύ μακριά.
34 εκατ. κουτιά φαρμάκων πετιούνται κάθε χρόνο. Η αξία τους φτάνει το 1 δις. ευρώ
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από πανελλαδική έρευνα κοινής γνώμης του οργανισμού GIVMED, ο οποίος ασχολείται με την ισότιμη πρόσβαση στο φάρμακο και τη δωρεά φαρμάκου στην Ελλάδα, υλοποιώντας δράσεις ευαισθητοποίησης και προσφοράς.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με την επιστημονική επιμέλεια του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας σε συνεργασία με τη διαΝΕΟσις, ενώ τη συλλογή των δεδομένων πραγματοποίησε η εταιρεία ProRata μεταξύ 6-13 Δεκεμβρίου του 2023, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.000 ατόμων του γενικού πληθυσμού. Τα αποτελέσματα ανέλυσε ο Καθηγητής Πολιτικής Υγείας, Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης.
Σύμφωνα με την έρευνα, 1 στους 2 δηλώνει ότι του περίσσεψαν φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Από όσα φάρμακα έχουν σπίτι τους οι πολίτες, δηλώνουν ότι κατά μέσο όρο περίπου 3 κουτιά είναι ληγμένα. Πάνω από τους μισούς δηλώνουν ότι τα πετούν στα σκουπίδια.
Περίπου 1 στους 4 δηλώνουν ότι δώρισαν μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο: κατά μέσο όρο, 5,6 κουτιά. Όμως από εκείνους που δηλώνουν ότι δεν δώρισαν φάρμακα, ο 1 στους 5 δεν γνώριζε πού να τα δωρίσει.
Καθώς ο οργανισμός GIVMED, ασχολείται με δωρεά φαρμάκων, μελέτη του 2017 είχε υπολογίσει ότι 34 εκατ. κουτιά φαρμάκων πετιούνται κάθε χρόνο. Η αξία των φαρμάκων αυτών φτάνει το 1 δις. ευρώ περίπου, σύμφωνα με μελέτη του ΙΦΕΤ. Πολλά αχρησιμοποίητα φάρμακα όμως, θα μπορούσαν να δίνονται σε ανθρώπους που τα χρειάζονται και δεν μπορούν να καλύψουν το κόστος τους, αντί να λήγουν σε κάποιο ντουλάπι και να πετιούνται στα σκουπίδια, επιβαρύνοντας το περιβάλλον.
Πρόληψη
Σε ότι αφορά τον προληπτικό έλεγχο υγείας, περίπου 1 στους 2 (45,2%) δηλώνουν ότι επισκέπτονται συχνά ή πολύ συχνά γιατρό ή υπηρεσία υγείας για προληπτικό έλεγχο. Όμως κι εδώ φαίνεται ότι το κόστος παίζει κάποιο ρόλο. Εκείνοι με χαμηλότερο μηνιαίο εισόδημα ήταν λιγότερο πιθανό να κάνουν πιο συχνό προληπτικό έλεγχο. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες είχαν την τάση να δηλώνουν ότι κάνουν συχνότερο προληπτικό έλεγχο υγείας.
Χρήση φαρμάκων
Η χρήση υπηρεσιών υγείας οδηγεί σε συνταγογράφηση και κατανάλωση φαρμάκων.
Από την μεγάλη πλειοψηφία που δηλώνει ότι έκανε χρήση των υπηρεσιών υγείας τον τελευταίο χρόνο, το 77,5% (δηλαδή το 68,2% του συνόλου των ερωτώμενων) κατανάλωσε φάρμακα. Σχεδόν στο σύνολο τους (94,4%, που αντιστοιχεί στο 64,4% ολόκληρου του δείγματος) κατανάλωσαν συνταγογραφούμενα φάρμακα, ενώ 1 στους 2 (47,8% – 32,6% του συνόλου) κατανάλωσε και μη συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Η πολύ μεγάλη πλειοψηφία (93,3%) όσων κατανάλωσαν φάρμακα απευθύνθηκαν σε ιδιωτικά φαρμακεία ενώ η αμέσως επόμενη επιλογή ήταν τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ με 8,9%.
Όμως, το 15,6%, δηλαδή περισσότεροι από 1 στους 6, δηλώνουν ότι αντιμετώπισαν εμπόδια στην προμήθεια φαρμάκων, με μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία (88,3%) από αυτούς να δηλώνει ότι οι δυσκολίες αφορούσαν στην εύρεση του προϊόντος που ήταν απαραίτητο για τη θεραπεία τους. Τα παραπάνω στοιχεία φανερώνουν ότι ένα αξιοσημείωτο μέρος του πληθυσμού αντιμετωπίζει εμπόδια στην πρόσβαση στο φάρμακο, είτε αυτά αφορούν το κόστος είτε τη δύσκολη πρόσβαση σε αυτό.
Τα φάρμακα στο σπίτι
Τι συμβαίνει όμως με τα φάρμακα που ήδη υπάρχουν σε κάθε νοικοκυριό; Περίπου 1 στους 2 (45,8%) δηλώνουν ότι τον τελευταίο χρόνο τους περίσσεψαν φάρμακα, μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας τους. Ένα 15,1% από αυτούς (που αντιστοιχεί στο 6,9% του συνόλου του πληθυσμού) θεωρεί ότι ο γιατρός τους συνταγογράφησε περισσότερα φάρμακα από όσα χρειαζόταν, ενώ περίπου άλλοι τόσοι (14% και 6,4% αντίστοιχα) δηλώνουν ότι αγόρασαν περισσότερα φάρμακα από όσα χρειάζονταν.
Η μεγάλη πλειοψηφία (86,9%) δηλώνει ότι γνωρίζει πολύ καλά ή αρκετά καλά τα φάρμακα που υπάρχουν στο σπίτι, αν και μόνο 3 στους 10 δηλώνουν ότι ελέγχουν συχνά, τουλάχιστον μια φορά τον μήνα, τα φάρμακα αυτά.
Ληγμένα φάρμακα
Όμως 1 στους 2 (51,8%) δηλώνουν ότι βρήκαν, λιγότερα ή περισσότερα, ληγμένα φάρμακα στο σπίτι τους την τελευταία φορά που έλεγξαν. Και κατά μέσον όρο, βρήκαν 2,9 κουτιά με ληγμένα φάρμακα. Μάλιστα 1 στους 5, δήλωσαν ότι βρήκαν περισσότερα από 4 κουτιά. Αντίθετα, το 58% είχαν 1 ή 2 κουτιά ληγμένα.
Περισσότεροι από τους μισούς (55,1%) δηλώνουν ότι πετούν τα ληγμένα φάρμακά τους στα σκουπίδια. Αρκετά λιγότεροι (37,8%) δηλώνουν ότι τα επιστρέφουν στα φαρμακεία.
Μη ληγμένα φάρμακα και άλλα υλικά
Η μεγάλη πλειοψηφία του δείγματος, 7 στους 10 (71,3%), δηλώνουν ότι δεν δώρισαν μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Από αυτούς, οι περισσότεροι (64,1%) δηλώνουν ότι δεν δώρισαν φάρμακα επειδή δεν τους περίσσεψαν. Όμως η αμέσως πιο δημοφιλής απάντηση στην ίδια ερώτηση είναι ότι δεν δώρισαν φάρμακα επειδή δεν γνώριζαν πού να τα δωρίσουν – σχεδόν 1 στους 5 (19,7%).
Από την άλλη πλευρά, περίπου 1 στους 4 (27,9%) και ακόμη περισσότερες γυναίκες (32,9% των γυναικών του δείγματος έναντι 22,5% των ανδρών) δηλώνουν ότι έχουν δωρίσει μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο. Δηλώνουν, μάλιστα, ότι δώρισαν κατά μέσο όρο, 5,6 κουτιά. Η μεγάλη πλειοψηφία από αυτούς που δηλώνουν ότι δώρισαν φάρμακα τον τελευταίο χρόνο, το 87%, απαντούν ότι το έκαναν επειδή αυτά έληγαν άμεσα και δεν τα χρειάζονταν.
Πού όμως τα δώρισαν;
Το 45,4% σε ιδιωτικό φαρμακείο,
το 28,2% σε κοινωνικό φαρμακείο – ένας θεσμός που μάλιστα συγκεντρώνει θετικές γνώμες από το 91,7% των ερωτώμενων,
το 18,9% σε άλλη δομή (πχ. σε ΜΚΟ ή στα ΚΑΠΗ) και
το 4,7% σε ειδική εκδήλωση που διοργανώθηκε γι’ αυτό τον σκοπό.
Σχεδόν 1 στους 3 (32,7%) αποφάσισαν πού θα δωρίσουν τα φάρμακα που δεν χρειάζονταν πια, με βάση την απόσταση από το σημείο που βρίσκονταν ή κατοικούν – οπότε προτίμησαν το φαρμακείο, αν και μόνο οι 4 στους 10 (39,5%) από το συνολικό δείγμα, δηλώνουν ότι γνωρίζουν τους πράσινους κάδους στα φαρμακεία. Και οι περισσότεροι από όσους γνωρίζουν τους πράσινους κάδους, νομίζουν πως εκεί μπορεί κάποιος να απορρίψει τα ληγμένα φάρμακα.
Η έρευνα, πέρα από τα φάρμακα, περιέχει επιπλέον ερωτήσεις για ιατρικά υλικά, τα οποία εύκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ξανά. Εκεί μάλιστα, το κοινό εμφανίζεται λιγότερο ευαισθητοποιημένο: 9 στους 10 δηλώνουν ότι δεν έχουν δωρίσει ορθοπεδικά είδη τον τελευταίο χρόνο, ενώ αντίστοιχο είναι και το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν δωρίσει υγειονομικό υλικό (πχ. γάζες ή σύριγγες).
Όπως επισημαίνεται από την διαΝΕΟσις, η έρευνα αποτελεί ένα ιδιαίτερα χρήσιμο εργαλείο, καθώς αποτυπώνει πολλές πτυχές της χρήσης υπηρεσιών υγείας από τον πληθυσμό και ειδικότερα της κατανάλωσης φαρμάκων. Αναδεικνύει τις προτιμήσεις και τις συνήθειες του πληθυσμού στη χρήση των υπηρεσιών υγείας και στην κατανάλωση φαρμάκων. Επομένως, μπορεί να συμβάλλει στον σχεδιασμό καλύτερων μέτρων πολιτικής και δράσεων για ένα σημαντικό ζήτημα.