Το αδιέξοδο μεταξύ ΔΝΤ και ευρωζώνης, σημειώνει η Moody's, επηρεάζει αρνητικά την Ελλάδα καθώς αυξάνει την πιθανότητα για ένα ή περισσότερα δυσμενή σενάρια.
Η διαμάχη μεταξύ του ΔΝΤ και των χωρών της Ευρωζώνης, που είναι οι βασικοί πιστωτές της Ελλάδας, είναι αρνητική για το αξιόχρεο της χώρας, επειδή αυξάνει την πιθανότητα να συμβεί ένα ή περισσότερα δυσμενή αποτελέσματα, αναφέρει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody's σε έκθεσή του (Credit Outlook).
Το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ επανέλαβε τη Δευτέρα, με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, την προηγούμενη θέση του ότι «θα χρειασθεί περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους για την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς του», ενώ η θέση των Ευρωπαίων πιστωτών είναι ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, εφόσον η Ελλάδα εφαρμόσει το πρόγραμμα στήριξης. Οι Ευρωπαίοι έχουν, επίσης, πιο αισιόδοξη άποψη από το ΔΝΤ για τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές προοπτικές της Ελλάδας. Μεταξύ άλλων, θεωρούν ότι η Ελλάδα θα μπορεί να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια, ενώ το ΔΝΤ πιστεύει ότι η χώρα μπορεί να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα μόνο 1,5% του ΑΕΠ.
Το αδιέξοδο, σημειώνει ο οίκος, ενέχει μία σειρά κινδύνων για την Ελλάδα. Πρώτον, ασκεί πίεση στην ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει περισσότερα μέτρα, σε σχέση με τα αρχικώς προβλεπόμενα, για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). «Στα μέτρα που μένουν να εφαρμοσθούν περιλαμβάνονται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, μία μείωση του αφορολόγητου ορίου και το πλαίσιο για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αν και αναμένουμε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα εφαρμόσει τα απαιτούμενα μέτρα, ο κίνδυνος των πρόωρων εκλογών αυξάνεται, δεδομένου του αυξανόμενου πολιτικού κόστους για την κυβέρνηση και τη μικρή πλειοψηφία της στη Βουλή. Η μεγαλύτερη διαφωνία παραμένει αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, όπως τις ομαδικές απολύσεις και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Οι πρόωρες εκλογές πιθανόν να οδηγούσαν σε μία νέα και πιο μεταρρυθμιστική συντηρητική κυβέρνηση, αλλά η ελληνική οικονομία θα πλήττονταν και πάλι από την παρατεταμένη αβεβαιότητα, έχοντας μόλις αρχίσει να καταγράφει θετική ανάπτυξη», αναφέρει ο Moody's.
Μία άλλη αρνητική συνέπεια, προσθέτει, είναι «το μικρό χρονικό διάστημα, εντός του οποίου πρέπει να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση, που αυξάνει τον κίνδυνο μη αποπληρωμής του χρέους που θα ωριμάσει στο επόμενο διάστημα», προσθέτοντας: «Δεν αναμένουμε μία χρεοκοπία, επειδή αυτό δεν είναι στο συμφέρον των Ευρωπαίων πιστωτών. Αντίθετα, είναι πιθανότερο ότι θα βρεθεί ένας πολιτικός συμβιβασμός, που θα επιτρέψει στους Ευρωπαίους πιστωτές να προσφέρουν ενδιάμεση χρηματοδότηση στην Ελλάδα, όπως συνέβη το 2015. Ωστόσο, στενεύουν τα χρονικά περιθώρια που έχει η Ελλάδα για να νομοθετήσει τα απαιτούμενα μέτρα και να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση πριν από την έναρξη κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων στην Ευρώπη. Η Ελλάδα έχει μεγάλες λήξεις χρέους τον Ιούλιο του 2017, με ένα ποσό 2,3 δισ. ευρώ που αφορά ιδιώτες ομολογιούχους και ένα ποσό 3,9 δισ. ευρώ που αφορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η κυβέρνηση έχει επίσης μία μικρότερη λήξη χρέους, ύψους 1,6 δισ. ευρώ, τον Απρίλιο. Η Ελλάδα θα έχει μεγάλη δυσκολία να προχωρήσει σε αυτές τις αποπληρωμές χωρίς την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος και την εκταμίευση από τον ESM έως το καλοκαίρι».
Το αδιέξοδο, συνεχίζει ο Moody's, αυξάνει επίσης τον κίνδυνο να πρέπει να γίνει επαναδιαπραγμάτευση του ελληνικού προγράμματος μετά τις γερμανικές εκλογές τον Σεπτέμβριο, «δεδομένου ότι το ΔΝΤ είναι απίθανο να αλλάξει την άποψή του». «Η γερμανική κυβέρνηση, ειδικότερα, έχει θέσει τη συμμετοχή του ΔΝΤ ως προϋπόθεση για το τρίτο πρόγραμμα στήριξης, με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών να δηλώνει πρόσφατα την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης του προγράμματος του ESM, αν δεν συμμετάσχει το ΔΝΤ. Ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν πολύ αρνητικό για την Ελλάδα, κατά την άποψή μας, επειδή η οικονομία θα πλήττονταν πιθανόν από μία νέα περίοδο αβεβαιότητας και έλλειψης εμπιστοσύνης, καθιστώντας πιο δύσκολη την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας».