Ως ισχυρά κρίνει τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, μετά και την ολοκλήρωση των σχετικών ανακοινώσεων από τις Alpha bank, Eurobank, Εθνική και Πειραιώς, καθώς ο κλάδος στηρίχθηκε σημαντικά από τα αυξημένα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Την ισχυρή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών απέδωσε ο οίκος στα υψηλά επιτόκια δανείων και τις σχετικά χαμηλές απομειώσεις, με τον κλάδο να καταγράφει περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των προβληματικών δανείων, συγκλίνοντας στο μέσο όρο των μεγάλων τραπεζών της ΕΕ (2,3%). Ειδικότερα, ο μέσος σταθμισμένος δείκτης NPEs συγκλίνει πλέον στο 4,1% για τον κλάδο, από 6,2% το 2022 και από το μέγιστο 49% τον Δεκέμβριο του 2016.
Παρόλα αυτά, το 2024 οι προσπάθειες μείωσης των προβληματικών δανείων δεν αναμένεται να έχουν μεγάλο αντίκτυπο, κατά τη Moody’s, η οποία εκτιμά ότι οι τράπεζες θα δυσκολευτούν περισσότερο να επιτύχουν οποιαδήποτε σημαντική μείωση NPE, λόγω των υψηλών επιτοκίων. Παρόλα αυτά, οι διοικήσεις αναμένουν περαιτέρω μείωση των δεικτών NPE – είτε μέσω ορισμένων υπολειπόμενων μικρών συναλλαγών NPE μέσω του ανανεωμένου συστήματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων (Hercules III) είτε μέσω αποκαταστάσεων/θεραπειών δανείων.
Η Moody’s, αναμένει νέο οργανικό σχηματισμό NPE από πιο ευάλωτους δανειολήπτες (κυρίως νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις), δεδομένων των υψηλών επιτοκίων που θα ασκήσουν πίεση στην ικανότητά τους να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. Ταυτόχρονα, οι πιθανοί καθοδικοί κίνδυνοι για τους ευάλωτους δανειολήπτες είναι πιθανό να αντισταθμιστούν από την ανθεκτικότητα του εταιρικού τομέα και τους νέους δανεισμούς που συνδέονται με τη διευκόλυνση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ (RRF), η οποία θα συνεχίσει να αυξάνει τις επιδόσεις δανείων των τραπεζών.
«Κοιτάζοντας προς το 2024-2025, αναμένουμε ότι τα κέρδη των τραπεζών θα συνεχίσουν να είναι ισχυρά, παρά τη σχετική συμπίεση του περιθωρίου κέρδους. Οι καταθέσεις πελατών στηρίζουν την άνετη χρηματοδότηση και ρευστότητα των τραπεζών.
Οι εγχώριες καταθέσεις πελατών αυξήθηκαν κατά περίπου 2% στη διάρκεια του 2023, σε σύγκριση με 5,5% το 2022, αν και η ρευστότητά τους παρέμεινε άνετη και ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) ήταν στο 218% στο τέλος του 2023. Περίπου το ήμισυ των ρευστών διαθεσίμων τους έχει τη μορφή τίτλων του ελληνικού δημοσίου, ενώ και οι τέσσερις τράπεζες βρίσκονται σε καλό δρόμο για την εκπλήρωση των ελάχιστων απαιτήσεων για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).
Οργανική συσσώρευση κεφαλαίου άνετα πάνω από τις απαιτήσεις
Μετά από κάποια σημαντική οργανική δημιουργία κεφαλαίου κατά το 2023, οι ελληνικές τράπεζες ανέφεραν σχετικά άνετους δείκτες εποπτικού κεφαλαίου πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις. Ο μέσος FL δείκτης Common Equity Tier 1 (CET1) ήταν 15,7% το 2023 σε σύγκριση με 13,8% το προηγούμενο έτος, ενώ ο μέσος όρος του συνολικού δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) ήταν 19,1% το 2023 από 16,9% το 2022.
Το κεφάλαιο CET1 για τις τέσσερις τράπεζες παρουσίασε πολύ υψηλότερη αύξηση σε σύγκριση με την αύξηση των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού τους το 2023. Η κεφαλαιακή βάση των τεσσάρων τραπεζών υποστηρίχθηκε από κέρδη εις νέο, ενώ αυτοί οι δείκτες ενσωματώνουν επίσης σχέδια για μέτριες πληρωμές μερισμάτων το 2024 (μετά περισσότερο από μια δεκαετία) υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει ρυθμιστική έγκριση.
Ωστόσο, η συνολική ποιότητα του κεφαλαίου των τεσσάρων τραπεζών και των ενσώματων κοινών ιδίων κεφαλαίων εξακολουθούν να επηρεάζονται από τον σημαντικό όγκο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTA) που είναι επιλέξιμες για μετατροπή DTC. Αυτά τα DTC παραμένουν υψηλά σε περίπου 12,8 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το συνολικό κεφάλαιο CET1 των 23 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2023.
Η Moody’s θεωρεί ότι αυτά τα DTC αποτελούν χαμηλότερης ποιότητας κεφάλαιο, αν και το υψηλό τους απόθεμα είναι κοινό χαρακτηριστικό για όλες τις κεφαλαιακές δομές των ελληνικών τραπεζών και αναγνωρίζονται ως κεφάλαιο CET1 από την ΕΚΤ.
Συνεπώς, αναμένει ότι ο δείκτης ενσώματων κοινών μετοχών (TCE) που προτιμά ο Moody’s για αυτές τις τράπεζες το 2023 θα είναι χαμηλότερος (που κυμαίνεται περίπου από 100 έως 500 μονάδες βάσης) από τους αναφερόμενους δείκτες CET1, λόγω της προσαρμογής της για DTC και σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού Αυτό οφείλεται κυρίως στη μη επενδυτική βαθμολογία της Ελλάδας, εξηγεί.