Ιδιαίτερα αισιόδοξοι για την πορεία της ανάκαμψης παραμένουν οι αναλυτές της Morgan Stanley για την Ελλάδα, ενώ σε έκθεσή τους που δημοσιεύτηκε σήμερα αναφέρουν ότι περαιτέρω θεμελιώδεις αλλαγές θα έχουν καταλυτικό ρόλο στις επερχόμενες αξιολογήσεις και θα ανοίξουν το δρόμο για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ, αναφέρει το newmoney.
Συγκεκριμένα η Morgan Stanley στην έκθεσή της για τις προοπτικές της Ευρώπης το 2020, αναφέρει για τη Ελλάδα τα εξής:
Για ανάπτυξη…
Οι αναλυτές της Morgan Stanley αναφέρουν ότι έχουν εκπλαγεί θετικά από το ρυθμό ανάκαμψης κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους. Αναγνωρίζουν ότι η ανάπτυξη παραμένει ευμετάβλητη, αλλά διαπιστώνουν ότι συνολικά, έχει δημιουργηθεί ένα θετικό momentum. Παρόλο που εξακολουθούν να υπάρχουν καθοδικοί κίνδυνοι εκτιμούν ότι η τάση θα διατηρηθεί κατά τον χρονικό ορίζοντα πρόβλεψης και αναμένουν να προβούν σε αναθεώρηση προς τα πάνω των προβλέψεων τους για την ανάπτυξη.
Αυτό που αλλάζει ταχέως στην ελληνική οικονομία είναι το οικονομικό κλίμα σύμφωνα με τη Morgan Stanley: Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, βελτιώνεται. Η μεταρρυθμιστική ατζέντα της κυβέρνησης φαίνεται να είναι ο βασικός καταλύτης για αυτό, εκτιμούν οι συντάκτες της έκθεσης. Παρότι ο θετικός αντίκτυπος των μέτρων χρειάζεται κάποιο χρόνο για να γίνει ορατός, το ισχυρό οικονομικό κλίμα μπορεί να οδηγήσει ταχύτερα σε αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων – στοιχεία που στην Ελλάδα δεν εμφανίζονται με συνέπεια μέχρι τώρα. Προβλέπουν ότι η βελτίωση των οικονομικών δεικτών – από τις καθαρές εξαγωγές έως την εγχώρια ζήτηση – θα συνεχιστεί, γεγονός που θα συμβάλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης για τη βιωσιμότητα της Ελληνικής ανάκαμψης.
Τα περιθώρια δημοσιονομικής χαλάρωσης
Δεν αναμένεται χαλάρωση των δημοσιονομικών στόχων του 2020, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να γίνει πιο ευέλικτη – εκτιμά η Morgan Stanley. Η ανάκαμψη παρέχει κάποιο χώρο ώστε να μειωθούν οι φόροι εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, διατηρώντας παράλληλα το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ και πλεόνασμα στον προϋπολογισμό. «Κάποια περιθώρια παρέκκλισης θα μπορούσαν να χορηγηθούν (στην Ελλάδα) το 2021, τα οποία και θα μπορούσαν να παρέχουν περαιτέρω στήριξη της οικονομίας. Αλλά, για να συμβεί αυτό, απαιτείται συνεχής μεταρρυθμιστική δέσμευση (από την Ελληνική κυβέρνηση) που θεωρούμε ότι υπάρχει», αναφέρει η έκθεση. Επισημαίνει επίσης ότι με την πλήρη άρση των capital controls και με τη νέα λύση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPL) που τίθεται σε ισχύ αυτό τον καιρό, οι κίνδυνοι οικονομικού κατακερματισμού έχουν σχεδόν εξαλειφθεί και αυτό έχει θετικές επιπτώσεις στις προοπτικές της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας.
Σε τροχιά αναβαθμίσεων
Οι αναλυτές της Morgan Stanley παρατηρούν ότι η Ελλάδα ακολουθεί τα βήματα των άλλων χωρών που ολοκλήρωσαν με επιτυχία τα προγράμματα προσαρμογής τους: Ως εκ τούτου, είναι αναμενόμενο να ξεκινήσουν οι συζητήσεις στις τις αγορές για την επιστροφή της σε επενδυτική βαθμίδα, όπως συνέβη και με την Πορτογαλία και την Κύπρο. Στην περίπτωση της Ελλάδας το χρέος είναι υψηλότερο. Ωστόσο η χώρα διαθέτει ένα αρκετά μεγάλο «μαξιλάρι» καθώς και ευνοϊκό προφίλ χρέους. Παράλληλα, η ανάκαμψη φαίνεται να είναι σε καλό δρόμο και περαιτέρω διαρθρωτικές αλλαγές θα μπορούσαν να παράσχουν στους οίκους αξιολόγησης την απαιτούμενη εμπιστοσύνη για να προχωρήσουν σε αναβάθμιση. Η έκθεση εκφράζει την πεποίθηση ότι η τάση είναι θετική για την αξιολόγηση της οικονομίας. Παρότι δεν προεξοφλούν το ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα στην επόμενη διετία, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο όντως επιτευχθεί τότε – επισημαίνουν – ότι θα ανοίξουν οι πόρτες ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι;
«Παρόλο που η ασθενής ανάπτυξη στην υπόλοιπη Ευρώπη συνιστά έναν αρνητικό ρίσκο, η εγχώρια ανάκαμψη θα μπορούσε να αποδειχθεί ισχυρότερη από ότι προβλέπουμε», αναφέρει η έκθεση. Σε αυτή τη φάση δεν «βλέπει» σημαντικούς πολιτικούς κινδύνους. Οι Προεδρικές εκλογές στην Ελλάδα στις αρχές του 2020 θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια εστία κινδύνου αλλά η MS προεξοφλεί ευρεία συναίνεση για την αποφυγή διάλυσης του κοινοβουλίου.