Με τον Ζακ Ντελόρ,τον 97χρονο σήμερα κορυφαίο πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχουμε δύο κοινά σημεία: μάς αρέσει η μπάλα και θέλουμε περισσότερη Ευρώπη. Αμφότεροι, δε, συμφωνούμε ότι το ποδόσφαιρο είναι η παγκοσμιοποίηση και άλλα πολλά…
Βρυξέλλες, 10 Σεπτεμβρίου 1994. Η ώρα είναι 5μμ και κατευθύνομαι στο κτίριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μία συνάντηση με τον πρόεδρό της, τον Γάλλο σοσιαλιστή Ζακ Ντελόρ. Αντικείμενο της συνάντησης μία συνέντευξη για τον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» σχετική με την οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ).
Στην είσοδο του κτιρίου γίνεται χαμός. Δεκάδες κάμερες και πάνω από εκατό δημοσιογράφοι συνωστίζονται και γίνεται πολύς λόγος για την «υπόθεση Μποσμάν». Λίγο πιο μακρυά, ένα γκρουπ δημοσιογράφων έχει περικυκλώσει έναν συμπαθέστατο κύριο, ο οποίος κάτι μού θύμιζε. «Βρε, μπας και είναι ο Μισέλ Πλατινί;», λέω από μέσα μου. Και δεν είχα άδικο. Αυτός ήταν. Και έκανε δηλώσεις στους δημοσιογράφους σχετικές με την «υπόθεση Μποσμάν». Μία υπόθεση που χειριζόταν τότε ο Βέλγος Επίτροπος Κάρελ βαν Μιρτ –ο οποίος σκοτώθηκε το 2009 πέφτοντας από μία σκάλα στον κήπο του– σοσιαλιστής και αυτός, επιφορτισμένος με τα θέματα του Ανταγωνισμού.
Για να μην μακρηγορώ, κατάφερα να φθάσω μέχρι τον τελευταίο όροφο της Επιτροπής και ο ειδικός γραμματέας του Ζακ Ντελόρ μού λέει: «Κύριε Παπανδρόπουλε, να είστε κάπως σύντομος, γιατί ο πρόεδρος πρέπει να πάει στη Λίλλη. Ξέρετε, είναι Τετάρτη σήμερα…». Η πόρτα του γραφείου ανοίγει και με πολύ σοβαρό ύφος ο πρόεδρος της Επιτροπής με ρωτά:
-Σάς αρέσει το ποδόσφαιρο;
-Πολύ, κύριε πρόεδρε, απαντώ.
-Ε, τότε θα με καταλάβετε. Παίζει η Λιλ σήμερα και πρέπει να πάω στο γήπεδο. Με περιμένουν επίσης και για κάποιες δηλώσεις για την υπόθεση Μποσμάν, η οποία σίγουρα θα αλλάξει τα ποδοσφαιρικά ήθη και έθιμα στην Ευρώπη.
-Γιατί κύριε πρόεδρε;
-Μα διότι θα επιτρέπεται η ελεύθερη εγκατάσταση των ποδοσφαιριστών, όπως ισχύει και για κάθε εργαζόμενο. Υπό κάποιους όρους, βέβαια.
-Καλό μού ακούγεται αυτό, κύριε πρόεδρε.
-Και ναι, και όχι. Σίγουρα θα έχουμε καλύτερο θέαμα, αλλά το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο μάλλον θα πάει περίπατο. Πρέπει όμως να περάσει η ντιρεκτίβα Μποσμάν, γιατί το ποδόσφαιρο έχει ήδη εξελιχθεί στην πιο παγκοσμιοποιημένη ανθρώπινη δραστηριότητα. Αυτό σημαίνει ότι σε λίγα χρόνια θα έχει απίστευτο οικονομικό βάρος –και η Ευρώπη, η κοιτίδα του ποδοσφαίρου, δεν πρέπει να χάσει το παιχνίδι.
-Μήπως αντί για την ΟΝΕ θα θέλατε κύριε πρόεδρε να μιλήσουμε για το ποδόσφαιρο και την παγκοσμιοποίηση;
-Πολύ θα το ήθελα, αλλά όχι τούτη την ώρα. Με το θέμα ασχολείται ο βαν Μιρτ. Κλείστε μαζί του ένα ραντεβού, θα τού μιλήσει ο συνεργάτης μου. Επειδή πρέπει να φύγω, αφήστε τις ερωτήσεις σας για την ΟΝΕ στον συνεργάτη μου. Α, και κάτι άλλο. Είναι γνωστός μου ο διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (IRIS), μού φαίνεται ότι γράφει ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο και την παγκοσμιοποίηση. Τον λένε Πασκάλ Μπονιφάς και διδάσκει στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Μελετών, στο πανεπιστήμιο Παρί-8. Βρείτε τον και θα σάς πει πολλά πράγματα…
Το υπέρτατο στάδιο της παγκοσμιοποίησης
Με τον Πασκάλ Μπονιφάς κατάφερα να μιλήσω δύο φορές στο τηλέφωνο. Το βιβλίο του εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1998, χρονιά που η Γαλλία κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Παρίσι, και για δεύτερη φορά το 2006, με αφορμή το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου στην Γερμανία.
«Το ποδόσφαιρο», γράφει, «πέρα από γεωστρατηγικό εργαλείο είναι και το υπέρτατο στάδιο της παγκοσμιοποίησης. Δεν υπάρχει σήμερα πιο παγκοσμιοποιημένο φαινόμενο. Η αυτοκρατορία του δεν γνωρίζει ούτε σύνορα, ούτε όρια. Επίσης, φαινόμενο παράξενο, είναι η μοναδική αυτοκρατορία που είναι δημοφιλής. Έτσι, οι λαοί αφήνονται να κατακτώνται από την αυτοκρατορία αυτή, είναι ευχαριστημένοι από το γεγονός αυτό και μάχονται για να είναι οι πιο πιστοί και καλοί οπαδοί της … Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι αυτή η οικουμενική αυτοκρατορία είναι αδιαφιλονίκητη και οικοδομήθηκε ειρηνικά. Την οικοδόμησε το αθλητικό πάθος, χωρίς καταναγκασμούς και μακρυά από την χρήση όπλων … Πρόκειται για ένα μοναδικό ιστορικό προϊόν που γεννήθηκε στην Αγγλία και έγινε παγκόσμιο. Τί μεγάλη ευτυχία για τους Άγγλους …».
Πράγματι, ο Πασκάλ Μπονιφάς δεν έχει άδικο. Κρίνει το ποδόσφαιρο με τα μάτια του ειδικού των διεθνών σχέσεων και κάνει συγκρίσεις που μιλάνε από μόνες τους. Μπορεί ο πρόεδρος Τζό Μπάιντεν, ο Πάπας, ο Δαλάϊ Λάμα και ο Πούτιν να είναι παγκοσμίως γνωστοί –ανεξαρτήτως της εκτίμησης που τρέφει κανείς γι αυτούς – όμως ο Ζ. Ζιντάν, ο Ντ. Μπέκαμ, ο Μέσι, ο Ρονάλντο, ο Εμπαπέ, είναι πολύ πιο διάσημοι και, τελικά, περισσότερο δημοφιλείς. Συνεπώς, το ποδόσφαιρο είναι το αρχέτυπο της παγκοσμιοποίησης –περισσότερο από την δημοκρατία, το Διαδίκτυο ή την οικονομία της αγοράς. Γιατί, όμως, το ποδόσφαιρο χαίρει αυτής της απίστευτης εντυπωσιακής δημοτικότητας; Γιατί, όπως έγραψε και ο Κριστιάν Μπρομπερζέ, «το ποδόσφαιρο είναι η πιο γλυκειά μπαγκατέλα του κόσμου»;
Ο Πασκάλ Μπονιφάς τονίζει ότι η ανωτερότητα σε δημοτικότητα του ποδοσφαίρου σε σχέση με άλλα αθλήματα, οφείλεται πρωτίστως στην απλότητά του. Το ποδόσφαιρο παίζεται παντού. Στις αλάνες, στον δρόμο, στην πλατεία, στο πάρκινγκ, στην πλαζ, στη αυλή και βέβαια στο γήπεδο –με ή χωρίς χόρτο. Οι κανόνες του είναι σχετικά απλοί, με εξαίρεση το θέμα του οφσάϊντ και, αν θέλει κανείς, μπορεί να παίξει μπάλα μόνος του.
Από την ψυχολογική πλευρά, ο Κριστιάν Μπρομπερζέ γράφει ότι το ποδόσφαιρο προσφέρει μέσα σε 90 λεπτά όλες τις συγκινήσεις που μπορεί να αισθανθεί κανείς σε μια ζωή. «Η χαρά, ο πόνος, το μίσος, η αγωνία, ο θαυμασμός, η αίσθηση της αδικίας, η οργή, είναι μία σειρά από συναισθήματα που ο φίλαθλος που παρακολουθεί έναν αγώνα αισθάνεται σε χρόνο ρεκόρ», τονίζει ο συγγραφέας του βιβλίου Ποδόσφαιρο, Η Πιο Σοβαρή Μπαγκατέλα Του Κόσμου. Στην παρατήρηση αυτή θα προσθέταμε ότι στο ποδόσφαιρο υπάρχουν και αρκετές φάσεις που είναι συζητήσιμες, πράγμα που κάνει το άθλημα αυτό και αντικείμενο ατελείωτων συζητήσεων.
Αυτό το βλέπει κανείς στην υψηλή ακροαματικότητα τηλεοπτικών εκπομπών, αλλά και σε ατελείωτες ραδιοφωνικές συζητήσεις. Μέσω του ποδοσφαίρου εύκολα μπορεί να ξεκινήσει μία συζήτηση και, αν κάποιος θέλει να σπάσει την μοναξιά του σε έναν κοινωνικό χώρο, μπορεί εύκολα να το καταφέρει αν είναι ποδοσφαιρόφιλος.
Είναι θρησκεία το ποδόσφαιρο;
Στο ερώτημα αυτό ο Αμερικανός συγγραφέας και ρεπόρτερ Franklin Foer, στο εντυπωσιακό βιβλίο του «Πώς το Ποδόσφαιρο Ερμηνεύει τον Κόσμο», απαντά καταφατικά. Πιστεύει ότι όντως στον «οπαδισμό» είναι έντονο το θρησκευτικό στοιχείο –γεγονός βέβαια που δίνει ακόμα μεγαλύτερο βάρος στο ποδόσφαιρο και στην «πιστότητα» σε αυτό. Από την πλευρά του, ο φίλος Γερμανός συνάδελφος Στέφαν Ρέχντερ έγραφε προσφάτως πάνω στο ίδιο θέμα τα ακόλουθα: Το ιερό χορτάρι του γηπέδου στα θρυλικά στάδια της Βαρκελώνης, της Μαδρίτης, του Μιλάνου και του Μάντσεστερ προκαλεί στους οπαδούς των ομάδων την ίδια έκσταση με εκείνη που δημιουργείται σε πιστούς όταν αντικρύζουν θαυματουργές εικόνες. Και η έκσταση αυτή, βέβαια, μεταφράζεται και σε χρήμα. Στα καταστήματα των ομάδων, τις μπουτίκ τους, διακινούνται τεράστιες ποσότητες ιερών αντικειμένων, όπως κασκόλ, φανέλες, μπάλες, τα ιερά σήματα της αγαπημένης ομάδας, ποτήρια, αναπτήρες, μολύβια, κλπ, κλπ…
Θα έχετε παρατηρήσει, επίσης, ότι οι ποδοσφαιριστές όχι λίγες φορές σταυροκοπιούνται εισερχόμενοι ή εξερχόμενοι του γηπέδου, ενώ όταν πετυχαίνουν γκολ αναπέμπουν ευχαριστίες στον Θεό και τους αγίους, οι οποίοι προφανώς υποστηρίζουν την δική τους και όχι την αντίπαλη ομάδα. Θρησκευτική, βεβαίως, είναι και η επίδειξη στους πιστούς ενός κυπέλλου που κατέκτησε η ομάδα, ενώ για πολλές εφημερίδες ο «Θεός» λέγεται , Μέσι, Ρούνεϋ ή Ζιντάν. Στο επίπεδο αυτό θα προσθέταμε ότι το ποδόσφαιρο οξύνει και τα πολιτικά πάθη και είναι γνωστές οι εθνικιστικές υπερβολές σε χώρες όπως το Ιράν, η Αργεντινή, η Βραζιλία και, γιατί όχι και η βόρεια Ελλάδα.
«Το ποδόσφαιρο είναι μία θρησκεία σε αναζήτηση θεού», γράφει ο Μανουέλ Βαθκεθ Μονταλμπάν (1939-2003), πολυβραβευμένος Ισπανός συγγραφέας και γνωστός οπαδός της Μπαρτσελόνα, ο οποίος επισημαίνει τον θρησκευτικό χαρακτήρα του γηπέδου και της ομάδας στην συνείδηση του ποδοσφαιρόφιλου κοινού. Στο βιβλίο του «Ποδόσφαιρο, μία Θρησκεία σε Αναζήτηση Θεού» ο συγγραφέας, αν και αναλύει με αρκετή διαύγεια πολλά από τα ποδοσφαιρικά δρώμενα, στο τέλος δεν αποφεύγει τον πειρασμό να αποδώσει στον νεοφιλελευθερισμό όλα τα ποδοσφαιρικά δεινά της ανθρωπότητας. Παρόλα αυτά, συνιστούμε ενθέρμως το βιβλίο του Μονταλμπάν, ακόμα και σε αμύητους περί το ποδόσφαιρο, διότι προσφέρει στον αναγνώστη την δυνατότητα να εισέλθει στην οικονομική διάσταση του ποδοσφαίρου, που είναι τεράστια.