Με 15 εκατομμύρια ερευνητές, έναντι 4 εκατομμυρίων το 1980, με αυξημένη δημόσια δαπάνη για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, και πενταπλάσια παραγωγή ερευνητικών εργασιών που γεννιούνται στις αίθουσες των πανεπιστημίων σε σύγκριση με τρεις δεκαετίες πίσω, τι πάει λάθος και δεν μπορούν να συνδεθούν με την πραγματική οικονομία;
Το ερώτημα αποτελεί αντικείμενο άρθρου του Economist που επιχειρεί να το προσεγγίσει από τη σκοπιά της αναζήτησης των αιτίων, τη στιγμή που, όπως επισημαίνεται, θεωρητικά η τριτοβάθμια εκπαίδευση παράγει γνώση που τίθεται στη διάθεση της επιχειρηματικότητας, των κυβερνήσεων και των λαών. Αποτελεί δηλαδή εξαιρετικό εργαλείο για την αύξηση της παραγωγικότητας.
Ωστόσο, όπως παρατηρούν οι συντάκτες του άρθρου, στην πράξη η μεγάλη επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συμπίπτει με επιβράδυνση της παραγωγικότητας.
Ενώ τη δεκαετία του 1950 και του 1960 η ωριαία παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες αυξήθηκε κατά 4% ετησίως, τη δεκαετία 2010 – 2020 (ακριβώς πριν από την πανδημία του κορωνοϊού που ανέτρεψε πολλά δεδομένα) το ποσοστό αυτό έπεσε στο 1% κατά κύριο λόγο.
Ακόμη και με την «κοσμογονία» που ούτε λίγο ούτε πολύ υπόσχεται η τεχνητή νοημοσύνη, η αύξηση της παραγωγικότητας παραμένει αδύναμη, πάνω κάτω λιγότερο από 1% ετησίως.
Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος;
Μια ενδιαφέρουσα παράμετρος την οποία θέτει το συγκεκριμένο άρθρο προκύπτει από την εργασία πέντε οικονομολόγων, των Ashish Arora, Sharon Belenzon, Larisa C. Cioaca, Lia Sheer και Hansen Zhang. Όπως συμπεραίνουν οι ερευνητές, η μεγάλη ανάπτυξη των πανεπιστημίων και η στάσιμη παραγωγικότητα του ανεπτυγμένου κόσμου, θα μπορούσαν να είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Γιατί αυτό; Η ιστορία έχει τις απαντήσεις, υποστηρίζουν οι ειδικοί.
Και εξηγούνται: Στη μεταπολεμική περίοδο η τριτοβάθμια εκπαίδευση διαδραμάτισε έναν μέτριο ρόλο στην καινοτομία. Τον πιο ισχυρό ρόλο για την επιστημονική έρευνα και πρόοδο είχαν οι επιχειρήσεις, λένε. Παραθέτουν ως χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη της Αμερικής, όπου κατά τη δεκαετία του 1950 ξόδευαν τέσσερις φορές περισσότερα για την έρευνα από ό, τι τα πανεπιστήμια. Εταιρείες όπως η εταιρεία τηλεπικοινωνιών ΑΤt&Τα και η General Electric παρήγαν και ερευνητικό έργο και κέρδη.
Στη δεκαετία του 1960, η μονάδα έρευνας και ανάπτυξης της εταιρείας χημικών DuPont δημοσίευσε περισσότερα άρθρα στην επιστημονική επετηρίδα Journal of the American Chemical Society από ό, τι το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης και το Caltech μαζί.
Ανάγκα και Θεοί πείθονται
Όπως επισημαίνουν, τα τεράστια εργαστήρια των επιχειρήσεων ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, αποτέλεσμα ανάγκης. Επειδή οι αντιμονοπωλιακοί νόμοι δεν επέτρεπαν σε μια εταιρεία να αγοράσει την καινοτομία – εφεύρεση μιας άλλης εταιρείας, ήταν μονόδρομος το να αναπτύξουν οι ίδιες καινοτομίες.
Αυτή η χρυσή εποχή των εταιρικών εργαστηρίων έφτασε στο τέλος της όταν η πολιτική ανταγωνισμού χαλάρωσε τη δεκαετία του 1970 και του 1980. Την ίδια περίοδο, η ανάπτυξη της πανεπιστημιακής έρευνας έπεισε πολλούς επιχειρηματίες ότι δεν χρειαζόταν να ξοδεύουν τα λεφτά τους αφού υπήρχαν τα πανεπιστήμια.
Σήμερα ελάχιστες εταιρείες, κυρίως μεγάλες τεχνολογικές και φαρμακευτικές, προσφέρουν οτιδήποτε θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτό που έκαναν οι «DuPont» του παρελθόντος.
Κυνηγώντας το κέρδος
Η νέα δημοσίευση της ομάδας των πέντε ερευνητών οικονομολόγων, καθώς και μια αντίστοιχη του 2019 που συνέταξε αντίστοιχη ομάδα με διαφορετική σύνθεση καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι όταν η επιστημονική έρευνα –που χρηματοδοτούνταν από τις επιχειρήσεις- είχε ως κίνητρο την παραγωγή κέρδους λειτούργησε καλύτερα από το νέο μοντέλο της πανεπιστημιακής έρευνας.
Αναζητώντας μια αιτιώδη σχέση ανάμεσα στην έρευνα και ανάπτυξη που παράγουν τα δημόσια πανεπιστήμια και δομές και σε εκείνη που στηρίζεται σε ιδιωτική χρηματοδότηση, οι οικονομολόγοι αξιοποίησαν μια σύνθετη μεθοδολογία που περιλαμβάνει την ανάλυση των αλλαγών στους προϋπολογισμούς των ΗΠΑ.
Σε γενικές γραμμές, διαπιστώνουν ότι η ανταπόκριση που βρήκαν από τις επιχειρήσεις οι επιστημονικές ανακαλύψεις δημόσιων δομών επί σειρά ετών ήταν από ελάχιστη έως μηδενική.
Έρευνα μακριά από τα ζητούμενα της αγοράς
Το ερώτημα που γεννάται εν συνεχεία είναι γιατί συμβαίνει αυτό. Ένα μέρος της απάντησης, λένε οι ειδήμονες, βρίσκεται στην ελαχιστοποίηση των ιδιωτικών εταιρικών εργαστηρίων. Παραθέτουν ως παράδειγμα την περίπτωση της Bell Labs η οποία στη δεκαετία του 1940 είχε συγκροτήσει μια διεπιστημονική ομάδα χημικών, μεταλλουργών και φυσικών για την επίλυση των αλληλεπικαλυπτόμενων θεωρητικών και πρακτικών προβλημάτων που σχετίζονταν με την ανάπτυξη του ραδιοφώνου. Αυτή η οριζόντια τεχνογνωσία έχει πλέον εκλείψει σε μεγάλο βαθμό, επισημαίνουν.
Ένα άλλο μέρος της απάντησης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, είναι αυτό που συνδέεται με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η έρευνα στα πανεπιστήμια. Χωρίς δεσμεύσεις απέναντι σε συγκεκριμένα ζητούμενα από επιχειρήσεις, υποστηρίζεται, η έρευνα επικεντρώνεται περισσότερο στο να ικανοποιηθεί η περιέργεια ενός στοχοπροσηλωμένου προσωπικού ή φοιτητών ή στην αύξηση του αριθμού των πανεπιστημιακών εργασιών, παρά στο να ανακαλύψουν κάτι που θα μπορούσε να παράξει κέρδος ή να φέρει πραγματικές αλλαγές.
Και, όπως γράφει ο Economist, αυτό δεν είναι κατ’ αρχήν κακό. Άλλωστε, προσθέτει ο συντάκτης, ανακαλύφθηκαν σχεδόν τυχαία. Όμως, έχει σημασία να μην αναλώνεται φαιά ουσία και μέσα για επιστημονικές αναζητήσεις χωρίς ευρύτερο αντίκτυπο.
Από την άλλη πλευρά, οι συντάκτες της ίδιας έρευνας, διαπιστώνουν πως όταν τα πανεπιστήμια παράγουν έργο που σχετίζεται με τον πραγματικό κόσμο, μπορεί να οι συνέπειες να δημιουργήσουν… πρόβλημα. Πώς γίνεται αυτό; Σύμφωνα με τους ίδιους, στο διάστημα που χρειάζονται τα πανεπιστήμια δημιουργούν περισσότερους κατόχους διδακτορικών, οι εταιρείες βρίσκουν πιο εύκολο να αναπτύξουν νέα πράγματα. Την ίδια τις επιχειρήσεις να παράγουν οι ίδιες λιγότερα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Είναι, δηλαδή, πιθανόν, οι επιχειρήσεις να περικόπτουν δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη σε τομείς στους οποίους τα πανεπιστήμια έχουν πλεονέκτημα.
Στο διά ταύτα οι συντάκτες διαπιστώνουν μια καθαρή μείωση των εταιρικών πατεντών κατά 1,5% τον χρόνο.
Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν ότι η χρηματοδότηση των δημόσιων δομών, μεταξύ αυτών και των πανεπιστημίων, για έρευνα, είναι πιθανόν να απομακρύνουν τις επιχειρήσεις από την καινοτομία σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Πολυτέλεια η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων;
Ίσως, με τον καιρό, να επιτευχθεί μια επικερδής συνεργασία πανεπιστημίων και επιχειρήσεων. Σε αυτό θα μπορούσε να συμβάλει μια πιο αυστηρή πολιτική η οποία θα ανάγκαζε τις επιχειρήσεις να ξαναδούν πιο συστηματικά την επένδυση στην έρευνα μέσα στους κόλπους τους, προτείνει ο Economist.
Στο διά ταύτα προκαλεί τις κυβερνήσεις να αναρωτηθούν εάν σε έναν κόσμο ασθενικής οικονομικής ανάπτυξης, η γενναιόδωρη υποστήριξη στα πανεπιστήμια φαντάζει πολυτέλεια…