Η κυβέρνηση της Ιταλίας καταβάλει μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να περάσει μέχρι το τέλος του έτους ένα μέτρο φιλικό προς τους δανειολήπτες σχετικά με τα «κόκκινα δάνεια», στο πλαίσιο της προσπάθειας του πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι να βοηθήσει οικογένειες και επιχειρήσεις που πλήττονται από τις αυξήσεις στα επιτόκια.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Μελόνι επιδιώκει να οριστικοποιήσει ένα νέο πλαίσιο που θα επιτρέπει σε ιδιώτες και μικρές επιχειρήσεις να αποπληρώνουν δάνεια που έγιναν «κόκκινα» τα προηγούμενα χρόνια σε μικρό μέρος της ονομαστικής τους αξίας, σύμφωνα με ανώμυμες πηγές του Bloomberg.
Ωστόσσο, ο νέος νόμος θα μπορούσε να φέρει νέα αναστάτωση σε τράπεζες και τους διεθνείς επενδυτές σε μια χώρα που εξακολουθεί να κλυδωνίζεται από έναν αιφνιδιαστικό έκτακτο φόρο στις τράπεζες. Οι ανησυχίες των επενδυτών επικεντρώνονται στο ενδεχόμενο τα μέτρα να εξανεμίσουν τις αποδόσεις τους και να θέσουν σε κίνδυνο την αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων της Ιταλίας.
«Στόχος μας είναι να βγάλουμε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και επιχειρήσεις από τα κόκκινα δάνεια, να ρυθμίσουμε τα παλιά χρέη και να τους επαναφέρουμε στην εργασία», δήλωσε ο υπουργός Βιομηχανίας Αδόλφο Ούρσο στο Bloomberg News.
Η πρόταση διατυπώθηκε αρχικά στα τέλη του περασμένου έτους από βουλευτές που πρόσκεινται στη Μελόνι και έχει υποστηριχθεί από τον Ούρσο. Η αντιπολίτευση έχει υποβάλει ξεχωραστεί πρόταση νόμου για το θέμα. Ενώ το κοινοβούλιο πρόκειται να αρχίσει να συζητά τα μέτρα τον επόμενο μήνα, η κυβέρνηση θα μπορούσε να αποφασίσει να επιταχύνει την έγκριση περιλαμβάνοντας το νομοσχέδιο σε ένα από τα επόμενα διατάγματά της, είπαν οι άνθρωποι.
Όπως συνέβη και με τον έκτακτο φόρο στις τράπεζες που εγκρίθηκε νωρίτερα τον Αύγουστο, οι βουλευτές της Μελόνι επιδιώκουν να περιορίσουν τα υπερκέρδη των τραπεζών, σύμφωνα με το κείμενο του σχεδίου νόμου.
Οι επενδυτές σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια, συχνά διεθνείς, αγόρασαν αυτά τα χρέη υπό δραματικές συνθήκες και «κερδοσκοπούν πάνω στις δίδυμες αδυναμίες» των τραπεζών και των δανειοληπτών αποκτώντας τεράστια περιθώρια κέρδους, τα οποία είναι «πραγματικά απαράδεκτα», σύμφωνα με το σχέδιο.
Κανόνες επαναγοράς
Οι επενδυτές αγοράζουν συνήθως τα δάνεια σε χαρτοφυλάκια ή τα ομαδοποιούν σε τιτλοποιήσεις – συχνά με κρατική εγγύηση – για ένα μέρος της ονομαστικής τους αξίας. Τα επισφαλή μη εξασφαλισμένα δάνεια, όπως τα δάνεια πιστωτικών καρτών, «αλλάζουν χέρια» για λιγότερο από το 10% της ονομαστικής αξίας, ενώ τα χρέη από ακίνητα και άλλα χρέη που καλύπτονται από περιουσιακά στοιχεία μπορούν να αποφέρουν υψηλότερες τιμές.
Ο νέος νόμος θα επιτρέψει στους Ιταλούς δανειολήπτες με χρέη κάτω των 25 εκατ. ευρώ (27 εκατ. δολάρια) που «κοκκίνισαν» από το 2015 έως και 2021 να τα αγοράσουν πίσω από funds που τα είχαν αγοράσει από εγχώριους δανειστές πριν από το τέλος του 2022. Οι οφειλέτες θα πληρώνουν premium 20% επί της αξίας της συναλλαγής, σύμφωνα με την πρόταση που παρουσίασε το κόμμα της Μελόνι και δημοσιεύθηκε αρχικά από τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφημερίδας la Repubblica.
«Όσο υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με τους κανόνες, τα ταμεία πιθανότατα θα σταματήσουν να επενδύουν, οι τράπεζες θα δυσκολευτούν να πουλήσουν τα επισφαλή δάνειά τους και αυτό μπορεί να έχει αντίκτυπο στην ικανότητά τους να χορηγούν νέα δάνεια», σχολίασε ο Γκριγκόριο Κονσόλι,διευθύνων σύμβουλος για τα χρηματοοικονομικά της δικηγορικής εταιρείας Chiomenti με έδρα το Μιλάνο.
Το μέτρο θα μπορούσε να επιφέρει ένα νέο πλήγμα στην ιταλική αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία έχει προσελκύσει πλήθος διεθνών αγοραστών από το 2015. Διεθνή κεφάλαια έχουν δαπανήσει δισεκατομμύρια ευρώ για την αγορά επισφαλών δανείων που κατέχουν ιταλικές τράπεζες τα τελευταία οκτώ χρόνια, επιτρέποντάς τους να «καθαρίσουν» τα χαρτοφυλάκιά τους, ενώ παράλληλα δίνουν ώθηση στη νέα δανειοδοτική δραστηριότητα.
Οι πωλήσεις συνέβαλαν στη μείωση της έκθεσης των ιταλικών τραπεζών σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 341 δισ. ευρώ στο τέλος του 2015 σε 58 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2023, σύμφωνα με εκθέσεις της PricewaterhouseCoopers.
Ο νόμος θα μπορούσε επίσης να έχει αντίκτυπο στις εγγυήσεις που παρέχει το κράτος για να βοηθήσει τις τράπεζες να ξεφορτωθούν χρέη ύψους περίπου 110 δισ. ευρώ.