Μπορεί η εισήγηση του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού κ. Ιωάννη Λιανού για τη δημιουργία ενός Δημόσιου Οικοσυστήματος Ρυθμιστικών Αρχών υπό την ομπρέλα της Επιτροπής Ανταγωνισμού με παράλληλη ανακατανομή των αρμοδιοτήτων των ρυθμιστικών και εποπτικών Αρχών να μην πέρασε, εν τούτοις το νομοσχέδιο για τον ανταγωνισμό που θα βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση ως τις 20 του μήνα δημιουργεί τις βάσεις για καλύτερη εποπτεία της αγοράς στην εποχή της ψηφιακής οικονομίας.
Μεταξύ άλλων θέτει κανόνες σε μία νέα πτυχή της οικονομίας, τις ψηφιακές πλατφόρμες αλλά και τα οικοσυστήματα που δημιουργούν. Έπειτα φέρνει νεωτερισμούς, όπως τη δυνατότητα εξαιρέσεων απ’ τους γενικούς κανόνες σε δραστηριότητες που συμβάλουν στην «βιώσιμη ανάπτυξη». Παράλληλα ενσωματώνει την ευρωπαϊκή νομοθεσία αναβαθμίζοντας παράλληλα το ρόλο της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Τέλος, επικαιροποιεί και σε ορισμένες περιπτώσεις εμβαθύνει το «οπλοστάσιο» αποτροπής αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών. Είτε αυτό έχει να κάνει με τη δύναμη ελέγχου που θα έχει πλέον η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με τις κυρώσεις που θα επιβάλλονται ή την ευνοϊκή μεταχείριση που θα έχουν όσοι συνεργάζονται με την Επιτροπή για την αποκάλυψη παράνομων συμπράξεων. Και μέσα σε όλα αυτά επικαιροποιούνται και μία σειρά από πρακτικά ζητήματα όπως πχ. τη διαδικασία που απαιτείται για τη συγχώνευση εταιρειών κτλ.
Πλατφόρμες και οικοσυστήματα
Σε ο,τι αφορά το κομμάτι των ψηφιακών πλατφόρμων και των οικοσυστημάτων που εισάγεται για πρώτη φορά σε νομοσχέδιο για τον ανταγωνισμό, πλέον θα υπόκεινται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Κάτι που εμμέσως πλην σαφώς δίνει το «πάτημα» στην Επιτροπή, πέραν των γνωστών πλατφόρμων marketplace, delivery κοκ, να «σαρώνει» και την υπόλοιπη ψηφιακή αγορά για καταχρηστικές συμπεριφορές ή παράνομες συμπράξεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του νομοσχεδίου «ως «οικοσύστημα» ορίζεται: (α) ένα σύμπλεγμα αλληλένδετων και σε σημαντικό βαθμό αλληλοεξαρτώμενων οικονομικών δραστηριοτήτων διαφορετικών επιχειρήσεων με σκοπό την παροχή προϊόντων ή υπηρεσιών που επιδρούν στην ίδια ομάδα χρηστών ή (β) μία πλατφόρμα που συνδέει οικονομικές δραστηριότητες διαφορετικών επιχειρήσεων με σκοπό την παροχή ενός ή περισσότερων προϊόντων ή υπηρεσιών που επιδρά στους ίδιους χρήστες ή σε διαφορετικές ομάδες επιχειρηματικών ή τελικών χρηστών».
Τι είναι πλατφόρμα; Ως «πλατφόρμα» ορίζεται «η οντότητα που λειτουργεί είτε ως μεσολαβητής για συναλλαγές μεταξύ αλληλεξαρτώμενων ομάδων τελικών χρηστών και επιχειρηματικών χρηστών ή μεταξύ αλληλεξαρτώμενων ομάδων επιχειρηματικών χρηστών, είτε ως υποδομή για την ανάπτυξη και παροχή διαφορετικών αλλά αλληλένδετων προϊόντων και υπηρεσιών».
Το σχέδιο νόμου προβλέπει πως «ένα οικοσύστημα τεκμαίρεται ότι έχει δομική σημασία για τον ανταγωνισμό όταν η μη συμμετοχή σε αυτό επηρεάζει σημαντικά την αποτελεσματική άσκηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τρίτων επιχειρήσεων. Κατά τον καθορισμό της δομικής σημασίας ενός οικοσυστήματος για τον ανταγωνισμό, λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη: (α) η οικονομική του ισχύς ή το σημαντικό μερίδιo του συγκεκριμένου οικοσυστήματος στον συνολικό κύκλο εργασιών, ή στα έσοδα ενός ή περισσοτέρων κλάδων της ελληνικής οικονομίας, (β) η πρόσβασή του σε σημαντικούς πόρους, ιδίως σε ένα σημαντικό αριθμό επιχειρηματικών χρηστών που εξαρτώνται από το οικοσύστημα για να συνδεθούν με τελικούς χρήστες ή σε ευαίσθητα δεδομένα και πληροφορίες σχετικά με τον ανταγωνισμό, (γ) η σημασία των δραστηριοτήτων του για την πρόσβαση τρίτων σε αγορές προμήθειας και πωλήσεων στην ελληνική επικράτεια».
Σημειωτέον πως μέσω του νομοσχεδίου πλέον επικαιροποιούνται και τα «εργαλεία» που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού για τον εντοπισμό ή την στοιχειοθέτηση αντι-ανταγωνιστικών πρακτικών. Για παράδειγμα γίνεται ρητή αναφορά για τη χρήση αλγόριθμων για την διερεύνηση τυχόν υπονοιών για διαμόρφωση τιμών. Επίσης αναφέρεται ρητά και η δυνατότητα πρόσβασης στο cloud των εταιρειών που ελέγχονται.
Σε ο,τι αφορά τους επιτόπιους ελέγχους που μπορεί να κάνουν κλιμάκια της Επιτροπής Ανταγωνισμού σε εταιρείες ας σημειωθεί πως πέραν της απόλυτης ελευθερίας πρόσβασης και αντιγραφής πάσης φύσεως αρχείων, προβλέπεται πρόστιμο 3% επί του ημερήσιου τζίρου για κάθε ημέρα που η ελεγχόμενη εταιρεία δεν συνεργάζεται καθώς και πρόστιμα σε οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, απ’ τον ιδιοκτήτη, μάνατζερ ως και απλό υπάλληλο που δυσχεραίνει την έρευνα. Το πρόστιμο ορίζεται τουλάχιστον σε 5.000 ευρώ.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα μπορεί να επιβάλει πρόστιμο ως το 10% του συνολικού κύκλου εργασιών που μπορεί να έχει παγκοσμίως μία εταιρεία ή ένας όμιλος εταιρειών στην περίπτωση που «πιαστεί» για αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές όπως η σύμπραξη. Μάλιστα στην περίπτωση που είναι δυνατόν να υπολογιστεί το ύψος του οικονομικού οφέλους της επιχείρησης από την παράβαση, το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου δεν μπορεί να είναι μικρότερο από αυτό, ακόμα και αν υπερβαίνει το ποσοστό του 10%.
Μάλιστα το νομοσχέδιο ορίζει πως τα φυσικά πρόσωπα πίσω απ’ την επιχείρηση ευθύνονται με την προσωπική τους περιουσία για την καταβολή του προστίμου. Συγκεκριμένα επί ατομικών επιχειρήσεων οι επιχειρηματίες, επί αστικών και εμπορικών εταιρειών και κοινοπραξιών οι διαχειριστές τους και όλοι οι ομόρρυθμοι εταίροι, ειδικώς δε επί ανωνύμων εταιρειών τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα αρμόδια για την υλοποίηση των σχετικών αποφάσεων πρόσωπα.
Επίσης η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να επιβάλει στα φυσικά πρόσωπα και αυτοτελές πρόστιμο από 200.000 ευρώ έως 2.000.000 ευρώ εφόσον αποδεδειγμένα συμμετείχαν σε προπαρασκευαστικές πράξεις, στην οργάνωση ή τη διάπραξη της παράνομης συμπεριφοράς της επιχείρησης. Για την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται υπόψη η θέση τους στην επιχείρηση και ο βαθμός συμμετοχής τους στην παράνομη πράξη.
Σημειώνεται δε πως «επί αποφάσεων συλλογικών οργάνων της επιχείρησης που ελήφθησαν κατά πλειοψηφία ευθύνονται μόνον οι υπερψηφήσαντες. Τα παραπάνω φυσικά πρόσωπα ευθύνονται με την προσωπική τους περιουσία εις ολόκληρον με το οικείο νομικό πρόσωπο, για την καταβολή του ποσού».
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο το οποίο θα βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση έως την Παρασκευή 20 Αυγούστου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί, με απόφασή της, να επιβάλει χρηματικές κυρώσεις ανά ημέρα μη συμμόρφωσης, η οποία καθορίζεται αναλογικά προς τον μέσο ημερήσιο συνολικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων κατά την προηγούμενη της έκδοσης της απόφασης οικονομική χρήση με ανώτατο όριο το 3% αυτού του κύκλου εργασιών και υπολογίζονται από την ημερομηνία που ορίζει η απόφαση της Επιτροπής.
Επίσης προβλέπεται πως αν επιβάλλεται πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων, λαμβανομένου υπόψη του συνολικού κύκλου εργασιών των μελών της, και η ένωση δεν είναι αξιόχρεη, η ένωση είναι υποχρεωμένη να ζητήσει εισφορές από τα μέλη της, προκειμένου να καλύψει το ποσό του προστίμου. Εάν δεν δοθούν εισφορές μέσα στην προθεσμία που έχει ορισθεί, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να απαιτήσει την καταβολή του προστίμου απευθείας από καθεμία από τις επιχειρήσεις, οι εκπρόσωποι των οποίων ανήκαν στα εμπλεκόμενα όργανα λήψης αποφάσεων της ένωσης.
Πότε μειώνονται ή διαγράφονται πρόστιμα
Το νομοσχέδιο διατηρεί τη «διαδικασία διευθέτησης διαφορών» προσφέροντας μειωμένα πρόστιμα έως 15% σε σχέση με αυτά που θα επιβάλλονταν κανονικά στην περίπτωση που μία εταιρεία παραδεχθεί την παρανομία της, επισπεύδοντας ουσιαστικά την υπόθεση.
Διατηρείται επίσης το «πρόγραμμα επιεικούς μεταχείρισης για μυστικά συμπράξεις», μέσω του οποίου μπορεί να υπάρξει μείωση ή πλήρης απαλλαγή απ’ το πρόστιμο. Για να συμβεί το τελευταίο θα πρέπει μία εταιρεία που συμμετέχει σε παράνομη σύμπραξη να το καταγγείλει καταθέτοντας αποδεικτικά στοιχεία και συνεργαζόμενη πλήρως με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, τηρώντας παράλληλα πλήρη μυστικότητα. Μείωση προστίμου με βάση το συγκεκριμένο πρόγραμμα μπορεί να υπάρξει για εταιρείες που θα προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική προστιθέμενη αποδεικτική αξία σε σχέση με αυτά που έχει ήδη στα χέρια της η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Μη ανάληψη δράσης
Τέλος, το νομοσχέδιο ενεργοποιεί τη λεγόμενη «επιστολή μη ανάληψη δράσης». Κοινώς με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού «για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως η επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης» η Επιτροπή Ανταγωνισμού δύναται να μην παρεμβαίνει σε υποθέσεις συμπράξεων. Το σκεπτικό της συγκεκριμένης διάταξης επικεντρώνεται κυρίως σε νέους τομείς δραστηριοποίησης που συνήθως ενέχουν σημαντικό ρίσκο και αποτελεί ουσιαστικά ένα «κίνητρο» για τις επιχειρήσεις.