Η Mowi, ο μεγαλύτερος παραγωγός σολομού εκτροφής στον κόσμο, προειδοποίησε την κυβέρνηση της Νορβηγίας ότι ο σχεδιαζόμενος φόρος ύψους 40% θα οδηγήσει σε χαμηλότερες επενδύσεις, περικοπές θέσεων εργασίας και υψηλότερες τιμές για το τελικό προϊόν παγκοσμίως.
Την ίδια ώρα οι μετοχές των νορβηγικών εταιρειών ιχθυοκαλλιέργειας, συμπεριλαμβανομένων των Mowi, SalMar και Grieg Seafood υποχώρησαν από τον Σεπτέμβριο, δηλαδή από την στιγμή που η κεντροαριστερή κυβέρνηση της χώρας ανακοίνωσε την επιβολή αυξημένης φορολογίας στις βιομηχανίες υδατοκαλλιέργειας και ηλεκτρικής ενέργειας, καλώντας τους παράλληλα να μοιραστούν τα κέρδη που προέρχονται από δημόσιους πόρους με την υπόλοιπη κοινωνία.
Όπως αναφέρουν οι Financial Times οι λεπτομέρειες του προτεινόμενου φόρου, ο οποίος θα εφαρμοστεί αναδρομικά από την αρχή του έτους, δεν έχουν οριστικοποιηθεί, ωστόσο αναφέρεται ότι η κυβέρνηση προκρίνει την επιβολή ενός «τέλους πόρων» ύψους 40% για τους ιχθυοκαλλιεργητές το οποίο θα προστεθεί στο 22% εταιρικού φόρου που ισχύει ήδη.
Φόρος «αντί-επιχειρηματικός»
Στο πλαίσιο των σφοδρών αντιδράσεων ο διευθύνων σύμβουλος της Mowi, Ivan Vindheim, χαρακτήρισε τον φόρο «αντί-επιχειρηματικό», προσθέτοντας ότι οι προτάσεις αποτελούν ένα «σκοτεινό σύννεφο πάνω από τη νορβηγική βιομηχανία σολομού».
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Mowi, ο φόρος θα πλήξει τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου αφού μόνο η Mowi θα θέσει σε αναμονή περίπου 400 εκατ. ευρώ επενδύσεων για το 2023 και το 2023, ενώ το αντίστοιχο ποσό συνολικά για τη νορβηγική βιομηχανία υδατοκαλλιέργειας θα ανέλθει στα 5 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι η Νορβηγία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός σολομού στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ήμισυ της παγκόσμιας παραγωγής. Η βιομηχανία σολομού αντιπροσωπεύει περίπου 60.000 θέσεις εργασίας στη σκανδιναβική χώρα.
Μάλιστα, ο Vindheim προειδοποίησε για «ανεπανόρθωτη ζημιά στις σημερινές και μελλοντικές θέσεις εργασίας κατά μήκος της νορβηγικής ακτογραμμής» εάν εφαρμοστούν οι φορολογικές προτάσεις όπως αυτές διαμορφώνονται σήμερα.
Τα οικονομικά στοιχεία
Πάντως η Mowi, η οποία δραστηριοποιείται επίσης σε Σκωτία, Χιλή και Καναδά, ανακοίνωσε αύξηση λειτουργικών κερδών, προ φόρων και τόκων, 92% από έτος σε έτος στο ποσό ρεκόρ του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ.
Οι υψηλότερες τιμές αντιστάθμισαν σε υπερθετικό βαθμό το αυξημένο κόστος παραγωγής, με τα συνολικά έσοδα να αυξάνονται κατά 18% στα 4,6 δισ. ευρώ.
Ο κλάδος έρχεται δεύτερος σε συνεισφορά εσόδων στη νορβηγική οικονομία, μετά τα ορυκτά καύσιμα, αναφέροντας εξαγωγές ρεκόρ το 2022 ύψους 106 δισ. νορβηγικών κορωνών (δηλαδή περίπου 10 δισ. δολάρια), αυξημένα κατά 30% σε σχέση με ένα χρόνο πριν, σύμφωνα με το Norwegian Seafood Council.
Αντίκτυπος στις μετοχές
«Η ανακοίνωση είχε τεράστιο αντίκτυπο στις μετοχές των εταιρειών σολομού και με την απειλή να χάσει η Νορβηγία το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα θα δείτε υψηλότερες τιμές βάσης στο μέλλον», δήλωσε ο Ibi Idoniboye, αναλυτής στον ερευνητικό όμιλο τροφίμων και εμπορευμάτων Mintec.
Οι φορολογικές προτάσεις έρχονται καθώς οι τιμές του σολομού παραμένουν σε υψηλά επίπεδα παρά το γεγονός ότι μειώθηκαν από τα κορυφαία ρεκόρ τον περασμένο Μάιο.
Στη συνέχεια ωθήθηκαν υψηλότερα από τις απότομα υψηλότερες τιμές των ζωοτροφών και τα προβλήματα παραγωγής που προκλήθηκαν από την άνθηση των φυκιών στη Χιλή, καθώς και από την κακή υγεία των ψαριών στη Σκωτία που συνδέεται με τις θερμοκρασίες ρεκόρ.
Σύγκριση σολομού-ορυκτών καυσίμων
Τέλος, ο Vindheim είπε ότι οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ της νορβηγικής βιομηχανίας πετρελαίου, η οποία φορολογείται με 78%, και της βιομηχανίας σολομού είναι άδικη. «Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου ανήκει στο κράτος», είπε, ενώ η βιομηχανία ιχθυοκαλλιέργειας «είναι ιδιωτική». Πρόσθεσε δε ότι οι παράκτιες κοινότητες της Νορβηγίας ήταν «σθεναρά κατά» του φόρου.