Όλες οι παραδοσιακές βεβαιότητες καταρρέουν και ενώ ο καπιταλισμός δείχνει βαθύτατη μετάλλαξη, στη χώρα μας κάποιοι οραματίζονται επιστροφή στον 19ο αιώνα. Tα προβλήματα των αναπτυσσόμενων οικονομιών και η έλλειψη ζήτησης.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το αρειμάνιο στυλ του παντογνώστη, εκτός Ελλάδος, έχουν αρχίσει να το χάνουν. Είναι αρκετά ξύπνιοι και ψάχνονται. Οι «πολλά βαρείς» Κρούγκμαν, Στίγκλιτς, Ρουμπίνι και λοιποί Πικετί καταλαβαίνουν ότι κάποια πράγματα αλλάζουν. Προς τα πού, όμως; Ιδού το ερώτημα, θα έλεγε ο συγγραφέας του «Οθέλου». Ωστόσο, στην καθ’ ημάς Ανατολή όλα αυτά δεν ισχύουν.
Η έξοδος από τα κατασκότεινα υπόγεια του χυδαιοποιημένου μαρξισμού και του επίπεδου κεϋνσιανισμού είναι πολύ δύσκολη για τους εγχώριους φορείς της πολιτικής και οικονομικής μπαρουφολογίας. Και όμως, γυρίζει, θα έλεγε ο Γαλιλαίος…
Ο καθηγητής Ζαν Πισανί Φερρύ, πρόεδρος της Λέσχης France Strategie -που είναι και ο κύριος σύμβουλος του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ– είναι ξεκάθαρος:
«Έχουμε να κάνουμε με πρόωρες, πολύπλοκες και ως εκ τούτου δυσεπίλυτες καταστάσεις. Η παγκόσμια οικονομία βιώνει ανατροπές που ξεφεύγουν από τα γνωστά αντιληπτικά όρια. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για την ευρωζώνη», μάς λέει ο Ζαν Πιζανί Φερρύ και δεν κρύβει τον προβληματισμό του.
Το ίδιο συμβαίνει και με την κυρία Κατρίν Μαν, επικεφαλής των οικονομολόγων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), που βλέπει πολλούς μηχανισμούς να καταρρέουν και κάποιους οικονομικούς νόμους να μη λειτουργούν. Αναρωτιέται, έτσι:
Γιατί η πτώση της ανεργίας σε Αμερική και Ηνωμένο Βασίλειο, τη στιγμή που πλησιάζει την πλήρη απασχόληση, δεν οδηγεί και σε άνοδο των αμοιβών της εργασίας; Γιατί τα μηδενικά επιτόκια που ισχύουν στον δυτικό κόσμο δεν συνεπάγονται άνοδο των επενδύσεων; Γιατί οι υποτιμήσεις νομισμάτων δεν τονώνουν τις εξαγωγές; Πώς γίνεται και η πτώση της τιμής του πετρελαίου δεν μεταφράζεται σε ανάπτυξη στις καταναλώτριες χώρες;
Η παγίδα της στασιμότητας
Ο Λόρενς Σάμερς δεν μοιάζει καθόλου με προφήτη που προαναγγέλλει καταστροφές. Όμως, σε πρόσφατο άρθρο του στο μηνιαίο περιοδικό Foreign Affairs τονίζει ότι οι ανεπτυγμένες χώρες βρίσκονται ήδη στην «παγίδα της στασιμότητας».
Υπουργός Οικονομικών του Μπιλ Κλίντον και παλαιός γενικός διευθυντής του Χάρβαρντ, ο Λ. Σάμερς προβλέπει ότι οι παλαιοί ρυθμοί ανάπτυξης μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 μπήκαν για καλά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας -ακόμα και στις ΗΠΑ, χώρα που απεξαρτοποιείται από το πετρέλαιο.
Κατά την εκτίμησή του, βασική αιτία αυτής της στασιμότητας είναι η ασθενική παγκόσμια ζήτηση σε αγαθά και υπηρεσίες, η οποία οφείλεται σε μία πολύ σοβαρή ανισορροπία: μία υπερβάλλουσα αποταμίευση, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, τροφοδοτεί την πτώση των διεθνών επενδύσεων και άρα προκαλεί άνοδο της αβεβαιότητας.
Από την πλευρά του, ο διάσημος στη χώρα του οικονομολόγος και καθηγητής Ρόμπερτ Γκόρντον, επισημαίνει ότι στην έλλειψη επενδύσεων έρχονται να προστεθούν και οι μειώσεις των ρυθμών ανόδου της παραγωγικότητας, παρά την πολυφημισμένη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση -αυτήν της τεχνητής νοημοσύνης και της ψηφιοποίησης.
«Η παραγωγή smartphones και άλλων iPod δεν έχει τις ίδιες επιπτώσεις με εφευρέσεις όπως αυτές του αυτοκινήτου, του ασανσέρ, των υπερηχητικών αεροπλάνων και της οικιακής τουαλέτας», τονίζει ο Αμερικανός καθηγητής και συγγραφέας.
Ο Γάλλος οικονομολόγος Ντανιέλ Κοέν επισημαίνει ότι, στην παρούσα φάση, η στασιμότητα τροφοδοτείται και από τη μειωμένη μεγέθυνση στις περίφημες χώρες BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα), οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρότατα διαρθρωτικά και πολιτικά προβλήματα και πλέον δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη ούτε στους δικούς τους πολίτες.
«Οι πληθυσμοί στις χώρες αυτές αποταμιεύουν, κατά το δυτικό πρότυπο, περισσότερα απ’ ό,τι καταναλώνουν. Στην Κίνα, το ποσοστό αποταμίευσης σε σχέση με το ΑΕΠ είναι το υψηλότερο στον κόσμο και εγγίζει το 23%. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται σε χώρες όπως η Τουρκία, το Βιετνάμ, το Μεξικό, η Μαλαισία, η Ταϋλάνδη, η Ινδονησία και η Νότιος Αφρική», μας είπε ο Γάλλος οικονομολόγος και καθηγητής.
Ο ανύπαρκτος πληθωρισμός
Όταν το 1979 ο Πολ Βόλκερ αναλάμβανε την ηγεσία της Fed, είχε μία ισχυρή εντολή. Έπρεπε να καταπολεμήσει τον υψηλό πληθωρισμό, που υπονόμευε την αμερικανική οικονομία. Εκείνη τη χρονιά ο πληθωρισμός έφθανε στο 13%, με τάση ανοδική. Έτσι, ο νέος επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας ανέβαζε τα επιτόκια με τα οποία η Fed δάνειζε τις τράπεζες. Το 1981, τα τελευταία έφθαναν στο 19%!
Τρεις και πλέον δεκαετίες αργότερα, οι κεντρικές τράπεζες αναζητούν τον χαμένο πληθωρισμό. Παρά τα ιλιγγιώδη δισεκατομμύρια που έριξαν στο χρηματοοικονομικό σύστημα, οι τιμές παραμένουν καθηλωμένες. Φταίει η πτώση της τιμής του πετρελαίου, λένε κάποιοι ειδικοί. Μερικώς, είναι η απάντηση του Ινστιτούτου Μπρίγκελ στις Βρυξέλλες.
Ακόμα και αν οι τιμές του πετρελαίου και των νωπών προϊόντων βγουν από τους τιμάριθμους, ο πληθωρισμός δεν ξεπερνά το 2%, δηλαδή μηδαμινός. Κατά συνέπεια, η ανυπαρξία πληθωρισμού δεν διαβρώνει τα δημόσια χρέη και αυτό είναι πρόβλημα -και μάλιστα σοβαρό, καθ’ όσον στην αντίπερα όχθη προβάλλει το «τέρας» του αντιπληθωρισμού, που ως γνωστόν ευνοεί τους φαύλους αντιαναπτυξιακούς κύκλους.
Αυτό είναι ένα πρόβλημα για τον Μάριο Ντράγκι, το αφεντικό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που, παρά τις ποσοτικές χαλαρώσεις που εφαρμόζει, η ανάπτυξη παραμένει στο συρτάρι.
Σε σημείο τέτοιο που, όπως μας ομολόγησε στενός συνεργάτης του, ο Ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης ξαναδιαβάζει τη θεωρία του μονεταριστή Μίλτον Φρίντμαν, την περίφημη «Helicopter Money». Μία θεωρία που λέει ότι σε φάσεις αποπληθωρισμού, για να τονωθεί η ζήτηση, η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να ρίχνει λεφτά με το τσουβάλι στο καταναλωτικό κοινό, για να ανεβάσει την ψυχολογία και τη ζήτηση.
Είναι εφικτό κάτι τέτοιο στην ευρωζώνη; Ασφαλώς -και με ξεχωριστό σημείωμά μας θα εξηγήσουμε πώς. Τονίζουμε, ωστόσο, ότι αν αυτό συμβεί η Ελλάδα θα είναι εκτός.
«Όταν το 1998 ξεκίνησα την καριέρα μου ως κεντρικού τραπεζίτη, η προοπτική υπάρξεως μηδενικών επιτοκίων ήταν εντελώς θεωρητική και απλώς υπήρχε ως αναφορά στα διάφορα συγγράμματα», τονίζει ο Κριστιάν Νουαγιέ, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας και τραπεζίτης που γνωρίζει πολύ καλά τους μηχανισμούς του ευρώ.
Σήμερα ομολογεί ότι πολλά από αυτά που διδάχθηκε στη θεωρία, στην πράξη ανατρέπονται -«γεγονός που δεν προσφέρεται σε υπεραπλουστεύσεις», τονίζει. Υπό αυτή την έννοια, προβληματίζεται με τις σημερινές πρακτικές των κεντρικών τραπεζών να «ρίχνουν συνεχώς χρήμα στις αγορές» και υπογραμμίζει ότι «όσο φθηνότερο γίνεται το νόμισμα, τόσο περισσότερες βλακείες μπορεί να κάνει αυτός που το αξιοποιεί».
Από την άποψη αυτή, ο Κριστιάν Νουαγιέ δεν έχει άδικο. Γιατί πίσω από τα λόγια του υπάρχουν κάποια νούμερα που μόνον ίλιγγο προκαλούν. Τα έξι τελευταία χρόνια, οι κεντρικοί τραπεζίτες έριξαν εμμέσως στην παγκόσμια αγορά 2 τρισεκατομμύρια δολάρια, με μηδαμινά αποτελέσματα.
Ο πληθωρισμός παραμένει στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα, η παραγωγικότητα υπολείπεται αισθητά των προσδοκιών και η ανάπτυξη μετά βίας εγγίζει το 1,8%. Αντιθέτως, τα χρηματιστήρια ανέβηκαν +73% στη Νέα Υόρκη και +92% στο Τόκιο. Παράλληλα, στο Λονδίνο οι τιμές των ακινήτων είναι κάτι παραπάνω από παρανοϊκές.
«Αν η κατάσταση αυτή συνεχιστεί, οι κεντρικοί τραπεζίτες, από αποτελεσματικοί πυροσβέστες την περίοδο 2008-2010, θα έχουν εξελιχθεί σήμερα σε επικίνδυνους πυρομανείς. Διότι προετοιμάζουν τη νέα κρίση, που χωρίς καμία αμφιβολία θα είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Κατά κύριο δε λόγο, ενδέχεται να έχει και πολύ δυσάρεστες πολιτικές προεκτάσεις», γράφει σε άρθρο του ο Πατρίκ Αρτούς, επικεφαλής οικονομικών ερευνών στη γαλλική τράπεζα Natixis.
Παρ’ όλα αυτά, η κρίση μπορεί να αποφευχθεί. Κατά τον νομπελίστα οικονομολόγο καθηγητή Μάικλ Σπενς, στο μέτρο που η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίζεται, είναι ζωτική ανάγκη η απελευθέρωση της νεωτερικής επιχειρηματικότητας, με παράλληλη μεταμόρφωση της εκπαίδευσης.
«Η ψηφιακή επανάσταση είναι γεγονός», γράφει στο Foreign Affairs ο Αμερικανός καθηγητής, που πιστεύει ότι ο κόσμος μας είναι αυτός των πολλών ταχυτήτων.
Έτσι, στη νέα αυτή εποχή, ο σχεδιασμός και η καινοτομία είναι μέρη του τομέα εμπορεύσιμων αγαθών στην παγκόσμια οικονομία και θα αντιμετωπίσουν το ίδιο είδος ανταγωνισμού που έχει ήδη μεταμορφώσει τη μεταποίηση.
Η ηγεσία στον σχεδιασμό εξαρτάται από ένα μορφωμένο εργατικό δυναμικό και μία επιχειρηματική κουλτούρα -και το παραδοσιακό αμερικανικό πλεονέκτημα σε αυτούς τους τομείς μειώνεται. Παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ηγούνταν κάποτε παγκοσμίως στο μερίδιο πτυχιούχων στο εργατικό δυναμικό, τώρα έχουν πέσει στη 12η θέση.
Και παρά τις συζητήσεις σχετικά με την επιχειρηματικότητα σε μέρη όπως η Silicon Valley, τα στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των αμερικανικών νεοσύστατων επιχειρήσεων που απασχολούν περισσότερα από ένα άτομο έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 20% από το 1996 έως σήμερα.
Εάν οι υπό συζήτηση τάσεις είναι παγκόσμιες, οι τοπικές επιδράσεις τους θα διαμορφωθούν εν μέρει από τις κοινωνικές πολιτικές και επενδύσεις που οι χώρες επιλέγουν να κάνουν, τόσο στον τομέα της εκπαίδευσης ειδικότερα όσο και στην προώθηση της καινοτομίας και του δυναμισμού της οικονομίας γενικότερα.
Για πάνω από έναν αιώνα, το εκπαιδευτικό σύστημα των ΗΠΑ αποτελούσε αντικείμενο παγκόσμιου φθόνου, με την καθολική 12ετή εκπαίδευση και τα παγκόσμιας κλάσης πανεπιστήμια που προωθούσαν τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη.
Αλλά τις τελευταίες δεκαετίες η πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στις ΗΠΑ έχει γίνει όλο και πιο άνιση, με την ποιότητά τους να βασίζεται στα εισοδηματικά επίπεδα της εκάστοτε γειτονιάς και συχνά με συνεχή έμφαση στη μηχανική μάθηση.
Ευτυχώς, η ίδια ψηφιακή επανάσταση που μεταμορφώνει τις αγορές προϊόντων και εργασίας μπορεί να βοηθήσει επίσης να μεταμορφωθεί και η εκπαίδευση. Η διαδικτυακή μάθηση μπορεί να παρέχει στους φοιτητές πρόσβαση σε καλύτερους δασκάλους, περιεχόμενο και μεθόδους ανεξάρτητα από την τοποθεσία τους, και νέες προσεγγίσεις που βασίζονται στα δεδομένα κάνουν ευκολότερο να μετρηθούν οι δυνάμεις των μαθητών, οι αδυναμίες τους και η πρόοδός τους.
Αυτό θα πρέπει να δημιουργήσει ευκαιρία για εξατομικευμένα προγράμματα εκπαίδευσης και συνεχούς βελτίωσης, χρησιμοποιώντας ορισμένες από τις τεχνικές ανάδρασης που έχουν ήδη μεταμορφώσει τις επιστημονικές ανακαλύψεις, το λιανικό εμπόριο και τη μεταποίηση.
Η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική αλλαγή μπορεί να αυξήσουν τον πλούτο και την οικονομική αποδοτικότητα των εθνών και του κόσμου γενικότερα, αλλά δεν θα λειτουργήσουν προς όφελος όλων -τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα.
Οι απλοί εργαζόμενοι, ειδικότερα, θα συνεχίσουν να φέρουν το κύριο βάρος των αλλαγών, επωφελούμενοι ως καταναλωτές αλλά όχι κατ’ ανάγκην ως παραγωγοί. Αυτό σημαίνει ότι, χωρίς περαιτέρω παρέμβαση, η οικονομική ανισότητα είναι πιθανό να συνεχίσει να αυξάνεται, θέτοντας μία σειρά από προβλήματα.
Η εισοδηματική ανισότητα μπορεί να οδηγήσει σε ανισότητα ευκαιριών, στερώντας έθνη από πρόσβαση σε ταλέντα και υπονομεύοντας το κοινωνικό συμβόλαιο.
Η πολιτική εξουσία, εν τω μεταξύ, συχνά ακολουθεί την οικονομική ισχύ -υπονομεύοντας, στην περίπτωση αυτή, τη δημοκρατία.
Μία δημοκρατία η οποία ήδη καταταλαιπωρείται στην χώρα μας, όπου ελάχιστοι είναι αυτοί που θέλουν να βλέπουν πιο μακριά από τη μύτη τους και τις ιδεοληψίες τους. Ωστόσο, και ο χρόνος τρέχει, και ο κόσμος αλλάζει, ο δε κατά Ευάγγελο Λεμπέση ρόλος των βλακών στον σύγχρονο βίο γίνεται ισχυρότερος.