Την έλευση μιας νέας εποχής «λαϊκιστικού εθνικισμού» που θα αναδιαμορφώσει την παγκόσμια τάξη προβλέπει ο Φρ. Φουκουγιάμα, που είχε διακηρύξει το «τέλος της ιστορίας». Που απέτυχε η αριστερά σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Οι κίνδυνοι από την νίκη Τραμπ.
Του Φράνσις Φουκουγιάμα
Η εκκωφαντική εκλογική ήττα της Χίλαρι Κλίντον από τον Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί ένα ορόσημο, όχι μόνο για την αμερικάνικη πολιτική σκηνή, αλλά για ολόκληρη την παγκόσμια τάξη.
Φαίνεται πως εισερχόμαστε σε μια νέα εποχή λαϊκιστικού εθνικισμού, στην οποία η κυρίαρχη φιλελεύθερη τάξη που συγκροτήθηκε από την δεκαετία του 1950 και έπειτα δέχεται επίθεση από θυμωμένες και ενεργοποιημένες δημοκρατικές πλειοψηφίες.
Ο κίνδυνος να διολισθήσουμε σε ένα κόσμο ανταγωνιστικών και οξυμμένων εθνικισμών είναι τεράστιος και αν συμβεί θα πρόκειται για ένα σταυροδρόμι τόσο σημαντικό, όσο και η πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989.
Ο τρόπος με τον οποίο κέρδισε ο Τραμπ αποκαλύπτει την κοινωνική βάση που έχει κινητοποιήσει. Μια ματιά στον εκλογικό χάρτη δείχνει πως η στήριξη στην Κλίντον περιορίστηκε γεωγραφικά στις πόλεις στα παράλια των ΗΠΑ, με την ύπαιθρο και τις μικρές πόλεις να ψηφίζουν μαζικά Τραμπ.
Οι πιο αναπάντεχες μετατοπίσεις έγιναν με τη νίκη του στην Πενσυλβάνια, το Μίτσιγκαν και το Ουϊσκόνσιν, τρεις βόρειες βιομηχανικές πολιτείες που στις τελευταίες εκλογές ήταν σταθερά δημοκρατικές. Η Κλίντον δεν μπήκε καν στον κόπο να εμφανιστεί προεκλογικά στην τελευταία. Ο Ρεπουμπλικάνος κέρδισε επειδή κατάφερε να πάρει με το μέρος του τους εργάτες των σωματείων που είχαν δεχθεί πλήγμα από την αποβιομηχανοποίηση, υποσχόμενος να «κάνει την Αμερική μεγάλη ξανά» αποκαθιστώντας τις χαμένες θέσεις εργασίας.
Έχουμε δει να συμβαίνει αυτό και στο παρελθόν. Αυτή είναι η ιστορία του Brexit, όπου οι υπέρμαχοι της εξόδου ήταν αντίστοιχα συγκεντρωμένοι στην ύπαιθρο και σε μικρές πόλεις εκτός Λονδίνου. Ισχύει επίσης και στη Γαλλία, όπου οι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης που οι γονείς τους και οι παππούδες τους ψήφιζαν για κομμουνιστικά ή σοσιαλιστικά κόμματα ψηφίζουν για το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν.
Αλλά ο λαϊκιστικός εθνικισμός είναι ένα πολύ πιο ευρύ φαινόμενο από αυτό. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν παραμένει ελάχιστα δημοφιλής μεταξύ των μορφωμένων ψηφοφόρων σε μεγάλες πόλεις όπως η Άγια Πετρούπολη και η Μόσχα, αλλά έχει τεράστια στήριξη στην υπόλοιπη χώρα. Το ίδιο ισχύει και για τον Τούρκο πρόεδρο Ρεσέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έχει μια ενθουσιώδη βάση στήριξης στη συντηρητική μεσαία τάξη ή και για τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίτορ Όρμπαν, ο οποίος είναι δημοφιλής οπουδήποτε αλλού εκτός Βουδαπέστης.
Η κοινωνική τάξη, που ορίζεται σήμερα από το μορφωτικό επίπεδο, φαίνεται πως έχει γίνει το πιο σημαντικό διαχωριστικό στοιχείο σε αναρίθμητες ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες. Είναι κάτι που κατευθύνεται άμεσα από την παγκοσμιοποίηση και την προέλαση της τεχνολογίας, η οποία διευκολύνθηκε από την φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη που δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ μετά το 1945.
Όταν μιλάμε για μια φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη, μιλάμε για ένα βασισμένο σε κανόνες σύστημα διεθνούς εμπορίου και επενδύσεων που έχει αποτελέσει το καύσιμο της παγκόσμιας ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια.
Αυτό είναι το σύστημα που επιτρέπει στα iPhones να συναρμολογούνται στην Κίνα και να παραδίδονται σε πελάτες στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ την εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα.
Εχει διευκολύνει επίσης την μετακίνηση ανθρώπων από πιο φτωχές περιοχές σε πιο πλούσιες, όπου μπορούν να βρουν μεγαλύτερες ευκαιρίες για τους ίδιους και τα παιδιά τους.
Το σύστημα αυτό λειτούργησε άψογα: από το 1970 ως και την κρίση των ΗΠΑ το 2008, η παγκόσμια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών τετραπλασιάστηκε, βγάζοντας εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους από την φτώχεια, όχι μόνο στην Κίνα και στην Ινδία αλλά και στη Λατινική Αμερική και την υπό-Σαχάρια Αφρική.
Αλλά όπως όλοι γνωρίζουν πλέον, τα οφέλη από το σύστημα αυτό δεν κατευθύνθηκαν σε όλα τα τμήματα του πληθυσμού. Οι εργατικές τάξεις στον ανεπτυγμένο κόσμο είδαν τις θέσεις εργασίας να εξανεμίζονται, καθώς οι εταιρείες μετέφεραν τμήματα της παραγωγής στο εξωτερικό στην προσπάθεια τους να προσαρμοστούν σε μια αμείλικτα ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά.
Η μακροπρόθεσμη τάση διογκώθηκε από την κρίση των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ το 2008 και την κρίση του ευρώ που έπληξε την Ευρώπη λίγα χρόνια αργότερα. Και στις δύο περιπτώσεις, συστήματα που σχεδίασαν οι ελίτ – οι απελευθερωμένες χρηματοοικονομικές αγορές στην περίπτωση των ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές πολιτικές όπως το ευρώ και το Σένγκεν – κατέρρευσαν όταν ήρθαν αντιμέτωπα με εξωτερικά σοκ. Το κόστος των αποτυχιών αυτών έπληξε πολύ περισσότερο τους απλούς εργάτες από ότι τις ίδιες τις ελίτ.
Από τότε, το πραγματικό ερώτημα δεν θα έπρεπε να είναι γιατί ο λαϊκισμός αναδύθηκε το 2016, αλλά γιατί χρειάστηκε τόσο πολύ για να εκδηλωθεί.
Στις ΗΠΑ, υπήρξε πολιτική αποτυχία από την στιγμή που το σύστημα δεν αντιπροσώπευε όσο θα έπρεπε την παραδοσιακή εργατική τάξη.
Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα κυριαρχήθηκε από την εταιρική Αμερική και τους συμμάχους της που είχαν επωφεληθεί από την παγκοσμιοποίηση, ενώ το Δημοκρατικό κόμμα μετατράπηκε στο κόμμα των πολιτικών της ταυτότητας: ένας συνασπισμός γυναικών, Αφροαμερικανών, Ισπανόφωνων, οικολόγων και της LGBT κοινότητας, που δεν εστίαζε πλέον σε οικονομικά θέματα.
Η αποτυχία της Αμερικάνικης αριστεράς να αντιπροσωπεύσει την εργατική τάξη αποτυπώνεται σε παρόμοιες αποτυχίες σε όλη την Ευρώπη.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συμφιλιώθηκε με την παγκοσμιοποίηση κάποιες δεκαετίες πριν, με την μορφή των κεντρώων πολιτικών του Μπλερ ή του νεοφιλελεύθερου ρεφορισμού που προώθησαν οι Σοσιαλδημοκράτες του Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2000.
Αλλά η ευρύτερη αποτυχία της αριστεράς είναι η ίδια με αυτήν που οδηγήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν όπως το έθεσε ο Βρετανός-Τσέχος φιλόσοφος Έρνεστ Γκέλνερ, ένα γράμμα που στάλθηκε σε ένα γραμματοκιβώτιο με τη λέξη «τάξη» παραδόθηκε κατά λάθος σε ένα με τη λέξη «έθνος».
Το έθνος σχεδόν πάντα υπερκεράζει την τάξη γιατί μπορεί να έχει πρόσβαση σε μια ισχυρή πηγή ταυτότητας, την επιθυμία σύνδεσης με μια οργανική πολιτιστική κοινότητα. Αυτή η λαχτάρα για ταυτότητα εκφράζεται με όχημα την αμερικάνικη εναλλακτική δεξιά, μια μέχρι πρότινος περιθωριοποιημένη ένωση ομάδων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υιοθετούν τον λευκό εθνικισμό. Αλλά ανεξάρτητα από αυτούς τους ακραίους, πολλοί Αμερικανοί πολίτες άρχισαν να αναλογίζονται γιατί οι κοινότητες τους γεμίζουν με μετανάστες και ποιοι είχαν επιβάλλει ένα σύστημα πολιτικής ορθότητας που δεν επέτρεπε σε κάποιον ακόμα και να διαμαρτυρηθεί για το πρόβλημα.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ντόνανλτ Τραμπ έλαβε ένα τεράστιο αριθμό ψήφων και από ψηφοφόρους με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και υψηλότερο εισόδημα, οι οποίοι δεν είναι τα θύματα της παγκοσμιοποίησης αλλά νιώθουν πως κάποιοι τους πήραν τη χώρα τους. Είναι περιττό να πω, πως η δυναμική αυτή βρισκόταν και πίσω από το Brexit.
Oπότε ποιες θα είναι οι απτές συνέπειες της νίκης του Τραμπ στο διεθνές σύστημα; Σε αντίθεση με τους επικριτές του, ο Τραμπ δεν έχει μια συνεκτική και επεξεργασμένη θέση: είναι εθνικιστής όσον αφορά την οικονομική πολιτική και όσον αφορά το παγκόσμιο πολιτικό σύστημα.
Έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι θα προσπαθήσει να επαναδιαπραγματευτεί τις υφιστάμενες εμπορικές συμφωνίες όπως η ΝΑFTA και τους κανονισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και ότι αν δεν λάβει αυτό που θέλει θα εξετάσει το ενδεχόμενο να αποχωρήσει. Έχει επίσης εκφράσει θαυμασμό για «ισχυρούς» ηγέτες όπως ο Πούτιν της Ρωσίας, ο οποίος παίρνει αποτελέσματα μέσω αποφασιστικών δράσεων.
Είναι πολύ λιγότερο φίλα προσκείμενος σε παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ όπως αυτούς στο ΝΑΤΟ ή την Ιαπωνία και την Νότια Κορέα, τους οποίους έχει κατηγορήσει πως συμπεριφέρονται ως «λαθρεπιβάτες».
Αυτό δείχνει πως και η στήριξη προς αυτούς θα εξαρτηθεί από την επαναδιαπραγμάτευση των ρυθμίσεων που είναι τώρα σε ισχύ.
Οι κίνδυνοι των θέσεων αυτών για την παγκόσμια οικονομία και το παγκόσμιο σύστημα ασφάλειας είναι αδύνατο να υποτιμηθούν. Ο κόσμος σήμερα βρίθει από οικονομικό εθνικισμό. Παραδοσιακά, ένα καθεστώς ελεύθερου εμπορίου και επενδύσεων βασιζόταν στην ηγεμονική δύναμη των ΗΠΑ.
Αν οι ΗΠΑ αρχίσουν να δρουν μονομερώς για να αλλάξουν τους όρους του συμβολαίου, υπάρχουν πολλοί ισχυροί παίχτες σε όλο τον κόσμο που θα ήταν πολύ χαρούμενοι να ανταποδώσουν και να πυροδοτήσουν ένα καθοδικό οικονομικό σπιράλ που θα θύμιζε τη δεκαετία του 1930.
Ο κίνδυνος για το διεθνές σύστημα ασφαλείας είναι εξίσου μεγάλος. Η Ρωσία και η Κίνα έχουν αναδυθεί τις τελευταίες δεκαετίες ως αυταρχικές μεγάλες δυνάμεις, με φιλοδοξίες εδαφικής επέκτασης. Η θέση του Τραμπ για τη Ρωσία είναι εξαιρετικά προβληματική: δεν έχει πει ποτέ κάτι επικριτικό για τον Πούτιν και έχει αφήσει να εννοηθεί πως η κατάληψη της Κριμαίας ίσως να ήταν και δικαιολογημένη.
Δεδομένης της άγνοιας του για πολλές πτυχές της εξωτερικής πολιτικής, η συνεπής σαφήνεια του όσον αφορά τη Ρωσία δείχνει πως ο Πούτιν έχει κάποια κρυφή επιρροή πάνω του, ενδεχομένως με την μορφή κάποιων χρεών σε ρωσικές πηγές που κρατούν τις επιχειρήσεις του ζωντανές.
Τα πρώτα θύματα οποιασδήποτε προσπάθειας του Τραμπ να «τα πάει καλύτερα» με την Ρωσία θα είναι η Ουκρανία και η Γεωργία, δύο χώρες που έχουν βασιστεί στην αμερικάνικη στήριξη για να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους ως δημοκρατίες.
Σε ευρύτερο επίπεδο, μια προεδρία Τραμπ θα σηματοδοτήσει το τέλος της εποχής στην οποία η Αμερική συμβόλιζε την ίδια την δημοκρατία σε ανθρώπους που ζούσαν σε χώρες με αυταρχικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο.
Η αμερικάνικη επιρροή βασιζόταν πάντοτε περισσότερο στην «ήπια ισχύ» και όχι σε λανθασμένες επιδείξεις δύναμης, όπως η εισβολή στο Ιράκ. Η επιλογή της Αμερικής την περασμένη Τρίτη σηματοδοτεί μια αλλαγή πλευράς από το στρατόπεδο του φιλελεύθερου διεθνισμού, σε αυτό του λαϊκιστικού εθνικισμού.
Δεν είναι τυχαίο που ο Τραμπ είχε θερμή στήριξη από τον Νάιτζελ Φάρατζ του Ukip και ότι ένας από τους πρώτους ανθρώπους που τον συνεχάρησαν ήταν η Μαρίν Λεπέν του Εθνικού Μετώπου. Την τελευταία χρόνια, έχει εμφανιστεί μια νέα λαϊκιστική εθνικιστική διεθνής, μέσω της οποίας διάφοροι ομοϊδεάτες μοιράζονται πληροφορίες και στήριξη.
Η Ρωσία του Πούτιν είναι ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του σκοπού αυτού, όχι γιατί ενδιαφέρεται για την εθνική ταυτότητα άλλων λαών, αλλά απλώς επειδή θέλει να προκαλέσει αναταραχή.
Ο πόλεμος πληροφοριών που εξαπέλυσε η Ρωσία μέσω της υποκλοπής email της Εθνικής Επιτροπής των Δημοκρατικών, έχει ήδη μια τεράστια διαβρωτική επίπτωση στους Αμερικάνικους θεσμούς και πρέπει να αναμένουμε ότι θα συνεχιστεί.
Υπάρχει ακόμα ένας μεγάλος αριθμός μεγάλων αβεβαιοτήτων όσον αφορά αυτήν την νέα Αμερική. Ενώ ο Τραμπ είναι ένας συνεπής εθνικιστής στην καρδιά, είναι επίσης και αρκετά συναλλακτικός. Τι θα κάνει όταν ανακαλύψει ότι οι άλλες χώρες δεν θα επαναδιαπραγματευθούν τις υφιστάμενες εμπορικές συμφωνίες ή τις συμμαχίες με τους δικούς του όρους;
Θα συμβιβαστεί με το καλύτερο ντιλ που μπορεί να πάρει ή απλά θα αποχωρήσει; Έχει γίνει πολύ κουβέντα για τον κίνδυνο να βάλει το δάχτυλο του στην σκανδάλη με τα πυρηνικά, αλλά η δική μου αίσθηση είναι πως στην καρδιά είναι πολύ περισσότερο απομονωτιστής παρά κάποιος που είναι διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία. Όταν έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα στο μέτωπο του εμφυλίου στη Συρία, μπορεί να ακολουθήσει την τακτική του κ. Ομπάμα και απλά να συνεχίσει στην ίδια πορεία.
Σε αυτό το σημείο θα παίξει ρόλο ο χαρακτήρας. Όπως και πολλοί άλλοι Αμερικανοί, μου φαίνεται δύσκολο να φανταστώ μια προσωπικότητα λιγότερο κατάλληλη για τον ηγέτη του ελεύθερου κόσμου. Η εκτίμηση αυτή προκύπτει εν μέρει από τις πολιτικές του θέσεις, αλλά και από την απέραντη ματαιοδοξία του. Όταν την περασμένη εβδομάδα βρέθηκε ανάμεσα σε βραβευμένους με το Μετάλλιο Τιμής, έσπευσε να τονίσει ότι είναι και αυτός γενναίος, «οικονομικά γενναίος». Έχει παραδεχθεί ότι επιθυμεί να εκδικηθεί όλους τους εχθρούς και τους επικριτές του. Όταν θα είναι αντιμέτωπος με άλλους ηγέτες, θα αντιδράσει σαν ένας προσβεβλημένος αρχηγός της μαφίας ή ως ένας συναλλακτικός επιχειρηματίας;
Σήμερα, η μεγαλύτερη πρόκληση για την φιλελεύθερη δημοκρατία δεν προέρχεται τόσο από τις αυταρχικές δυνάμεις όπως η Κίνα, αλλά από το εσωτερικό. Στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, στην Ευρώπη και σε πολλές άλλες χώρες, το δημοκρατικό κομμάτι του πολιτικού συστήματος στρέφεται κατά του φιλελεύθερου και απειλεί να χρησιμοποιήσει την νομιμοποίηση που έχει να ξηλώσει τους κανόνες που μέχρι τώρα έβαζαν όρια, εδραιώνοντας έναν ανοικτό και ανεκτικό κόσμο.
Οι φιλελεύθερες ελίτ που δημιούργησαν το σύστημα πρέπει να ακούσουν τις οργισμένες φωνές εκτός των πυλών και να σκεφτούν για την κοινωνική ισότητα και την ταυτότητα ως τα πρωταρχικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τα επόμενα χρόνια θα είναι γεμάτα αναταράξεις.
*Ο αρθρογράφος είναι καθηγητής στο Στάνφορντ. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το «Πολιτική Τάξη και Πολιτική Παρακμή».
ΠΗΓΗ: FINANCIAL TIMES