Στην νεομνημονιακή Ελλάδα ο πρωθυπουργός εφαρμόζει επιτυχώς λενινιστικές επικοινωνιακές πρακτικές, αλλά ως πότε θα το παίζει «Ρομπέν των χαζών»;
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας είναι απόφοιτος του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), έστω και αν χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να τελειώσει τις σπουδές του. Υποτίθεται, λοιπόν, ότι διαθέτει πολυτεχνική παιδεία, γεγονός που έχει την σημασία του όπως θα δούμε στην συνέχεια. Από την άλλη πλευρά, ο νυν πρωθυπουργός υπήρξε ακτιβιστής της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ), προφανώς δε στην ιδιότητά του αυτή να οφείλεται και η δεκαετής παρουσία του στο ΕΜΠ.
Στο μέτρο που στην μεταπολιτευτική Ελλάδα η παιδεία έγινε πεδίο άσκησης πολιτικής, και ιδιαίτερα αυτής της προς τα κάτω ισοπέδωσης, τα ολοκληρωτικού χαρακτήρα κόμματα, στην προσπάθειά τους να ποδηγετήσουν την νεολαία, δεν είχαν ανάγκη από πραγματικούς φοιτητές αλλά από «μηχανικούς των μαζών», όπως θα έλεγε ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος Κώστας Παπαϊωάννου (1925-1981), ο οποίος δυστυχώς «έφυγε» νωρίς.
Στο περιεκτικό βιβλίο του, με τίτλο «Η κρίση του μαρξισμού», που πρωτοεκδόθηκε από τον ίδιο στην Αθήνα το 1954, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι, κατά το πρότυπο οργανώσεως της βιομηχανικής παραγωγής που απευθύνεται στις μάζες, τα μαρξιστικής-λενινιστικής εμπνεύσεως κόμματα και οι συναφείς πολιτικοί σχηματισμοί δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην δημιουργία στελεχών του οργανωτικού και προπαγανδιστικού μηχανισμού τους, ο οποίος έχει αποστολή να κινητοποιεί, να κρατά υπό τον έλεγχό του και να καθοδηγεί την μάζα.
Η πολιτική διαπαιδαγώγηση μέσα στα ολοκληρωτικά κόμματα, ανεξαρτήτως απόχρωσης, στηριζόταν και ακόμα στηρίζεται πάνω σε μία μεθοδικά καλλιεργημένη αδιαφορία των οπαδών απέναντι σε όλων των ειδών τα επιχειρήματα και σε μία εξαιρετικά αποτελεσματική προπαγανδιστική τεχνική, χάρη στην οποία τα κόμματα φανατίζουν τους οπαδούς τους με ορισμένες λέξεις-κλειδιά, κατά κανόνα κενές περιεχομένου. Πρόκειται, όμως, για λέξεις-κλειδιά που, λόγω της εικονικής τους υφής, διαθέτουν συναισθηματική φόρτιση, η οποία αποχαυνώνει και αναιρεί την σκέψη.
Αυτό είναι, όμως, και το μέγα ζητούμενο. Ύπατος στόχος των «μηχανικών των μαζών» είναι να δημιουργούν υπνοβατικές καταστάσεις, στο πλαίσιο των οποίων ο ανθρώπινος διάλογος παύει να έχει περιεχόμενο και νόημα. Για τους μαρξιστές-λενινιστές, οι ιδέες χωρίζονται σε καλές και κακές και σε κάθε περίπτωση είναι επικίνδυνες. Πρέπει λοιπόν να μονοπωλούνται από τον φορέα που θέλει να καταλάβει την εξουσία, γιατί έτσι υπάρχει ευνοϊκό έδαφος για την μετατροπή τους σε προφητεία.
Στην βάση αυτής της λογικής, η τακτική του κ. Αλέξη Τσίπρα για άνοδο στην εξουσία υπήρξε υποδειγματική. Χρησιμοποίησε με μοναδική αποτελεσματικότητα την στρατηγική δημιουργίας μύθων, μέσω των οποίων εξουδετέρωσε όσο μπορούσε την πρόσβαση στην κριτική σκέψη. Πολύτιμοι σύμμαχοί του στην τακτική αυτή υπήρξαν ο σκοταδισμός και η χυδαιότητα της εθνικιστικής δεξιάς –ένα κομμάτι της οποίας συμμετέχει σήμερα στην εξουσία.
Αναλύοντας λοιπόν με μαρξιστικά και λενινιστικά κριτήρια την μέχρι σήμερα πορεία του κ. Αλέξη Τσίπρα, ο μελετητής δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από την συνέπειά του στην εφαρμογή αρχών, για την αφομοίωση των οποίων σίγουρα αφιέρωσε περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι στα πολυτεχνικά συγγράμματα.
Πρόκειται, συνεπώς, για άριστο «μηχανικό των μαζών», η περίπτωση του οποίου σίγουρα θα απασχολούσε έναν Ortega y Gasset στις θεωρητικές προσεγγίσεις του για την «μαζοκρατία».
Το πρόβλημα όμως σήμερα είναι ότι η συγκυρία μάλλον δεν ευνοεί πολιτικές αρχές και τακτικές που εδράζονται στην αποκαλούμενη «εξαπάτηση των συνειδήσεων» –όρος αμιγώς μαρξικός. Αυτό σημαίνει ότι, αν όντως ο κ. Αλ. Τσίπρας διαθέτει μαρξίζουσα κουλτούρα, θα πρέπει να επαναθεωρήσει τον Μαρξ αντίστροφα. Εξηγούμεθα:
Ο σημερινός πρωθυπουργός ανήλθε στην εξουσία επωφελούμενος της ανεπίσημης χρεοκοπίας μιας χώρας και της οικονομίας της, που είχε και διατηρεί πολλά από τα χαρακτηριστικά των κρατικά ελεγχόμενων οικονομιών. Ουσιαστικά, δηλαδή, ο κ. Τσίπρας διαχειρίζεται σήμερα την κατάρρευση μίας σοσιαλιστικού τύπου οικονομίας, η οποία μόνον με ενέσεις ελευθερίας θα μπορούσε να συνέλθει.
Αντί λοιπόν να επιμένει στον κρατισμό, που είναι αντίθετος με την μαρξική προφητεία, θα πρέπει να αναλάβει το κατά Μαρξ τιτάνιο έργο της «μεταμορφώσεως του κράτους σε μία ανεξάρτητη ιστορική δύναμη πάνω από τις τάξεις που συνιστούν την αστική-πολιτική κοινωνία και την υποταγή της κοινωνίας αυτής στην εκτελεστική εξουσία».
Με τον τρόπο αυτόν, ο πρωθυπουργός θα δημιουργούσε προϋποθέσεις ελεύσεως μίας αταξικής κοινωνίας, ελεύθερης από την δουλεία της «απάτης» και ικανή να αντικρύσει και να ανοιχτεί στην ολότητα της αλήθειας. Ίσως δε θα έπρεπε για τον σκοπό αυτόν να ξαναδιαβάσει την «18 Brumaire».
Παράλληλα, θα ήταν χρήσιμο στον κ. Τσίπρα να επανεντρυφήσει στα γραπτά του Georg Lukacs, ο οποίος ανέλυσε την «ψευδή συνείδηση» του προλεταριάτου –που στην Ελλάδα τού σήμερα θα μπορούσε να είναι η «ψευδής συνείδηση της δημοσιοϋπαλληλίας».
Θα συνιστούσαμε έτσι στον κύριο πρωθυπουργό να ανταλλάξει απόψεις με νεομαρξιστές, που θα τού εξηγούσαν γιατί ο Καρλ Μαρξ θαύμαζε τον καπιταλισμό και εν τέλει τον θεωρούσε απαραίτητο ως προτελευταία φάση για το πέρασμα στην αταξική κοινωνία. Μία Ελλάδα, λοιπόν, που ποτέ δεν υπήρξε αμιγώς καπιταλιστική, μήπως θα πρέπει να γίνει ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την μετεξέλιξή της σε αταξική κοινωνία;
Ιδού τροφή για σκέψη για έναν ταλαντούχο «μηχανικό των μαζών» που, όπως εγράφη, σήμερα εμφανίζεται ως «Ρομπέν των χαζών».