Σ’ έναν άλυτο «γρίφο» έχει μετατραπεί η αγορά του πετρελαίου τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς η συμμαχία Ρωσίας – Σαουδικής Αραβίας (OPEC+), η προσπάθεια της Δύσης να επιβάλει πλαφόν στις ρωσικές εξαγωγές και οι ανησυχίες για τον κίνδυνο παγκόσμιας ύφεσης έχουν δημιουργήσει ένα περιβάλλον διαρκώς εναλλασσόμενων και αντίρροπων δυνάμεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι, μετά το ξέφρενο ράλι της προηγούμενης εβδομάδας, το οποίο έφερε τα συμβόλαια Brent στις παρυφές των 100 δολαρίων ανά βαρέλι, οι τιμές υποχώρησαν ξανά κάτω των 90 δολαρίων, σημειώνοντας το μεγαλύτερο αρνητικό σερί των τελευταίων τουλάχιστον 12 μηνών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα συμβόλαια WTI στις ΗΠΑ διολίσθησαν την Παρασκευή στα 85 δολάρια ανά βαρέλι, εμφανίζοντας κάμψη σχεδόν 8% μέσα στις τελευταίες ημέρες. Ταυτόχρονα, τα συμβόλαια Brent στην Ευρώπη καθορίστηκαν ελαφρώς κάτω των 92 δολαρίων ανά βαρέλι.
«Κυρίαρχος ο φόβος για ύφεση»
H Federal Reserve, δηλαδή η αμερικανική κεντρική τράπεζα, δεσμεύτηκε για νέες αυξήσεις επιτοκίων, με στόχο την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού. Όμως, η σφιχτή νομισματική πολιτική, όπως είναι γνωστό, πλήττει την ανάπτυξη και κατ’ επέκταση τη ζήτηση για «μαύρο χρυσό».
«Η κυρίαρχη και επίμονη τάση αφορά τους φόβους για ύφεση» τονίζει η Βαντάνα Χάρι, ιδρύτρια της ομώνυμης εταιρείας αναλύσεων στη Σιγκαπούρη. Ωστόσο, η ίδια δεν αποκλείει η καθοδική κίνηση να ολοκληρωθεί λίαν συντόμως, με τις τιμές να βρίσκουν στηρίγματα στα 90 δολάρια.
Δεν είναι τυχαίο ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτίμησε ότι η αμερικανική οικονομία, παρότι θα αποφύγει την ύφεση, θα αναπτυχθεί μόλις κατά 1% το επόμενο έτος, ενώ οι Γερμανία και Ιταλία θα διολισθήσουν σε αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ. Αισθητά χαμηλότερη αναμένεται και η ανάπτυξη της Κίνας.
Την ίδια στιγμή, το ισχυρότερο δολάριο, το οποίο κινείται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών ως απόρροια της σφιχτής νομισματικής πολιτικής, προσθέτει ακόμη έναν πονοκέφαλο στους traders, καθώς το κόστος διακράτησης των συμβολαίων καθίσταται ακριβότερο για μη Αμερικανούς επενδυτές.
Η αντίδραση των ΗΠΑ στον OPEC+
Σαν να μην έφθαναν τα παραπάνω, τα στοιχεία από το Αμερικανικό Πετρελαϊκό Ινστιτούτο (API) δείχνουν μια αύξηση των αποθεμάτων κατά τουλάχιστον 7 εκατ. βαρέλια εβδομαδιαίως. Αυτό, με τη σειρά του, ενισχύει τη διαθέσιμη προσφορά, ασκώντας καθοδικές πιέσεις στις τιμές.
Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να «χτίσουν» ένα μεγάλο απόθεμα, προκειμένου να θωρακιστούν από μελλοντικές ανατιμήσεις του «μαύρου χρυσού». Μια κίνηση, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την απόφαση του OPEC+ (Σαουδική Αραβία, Ρωσία κ.α.) να μειώσει σκόπιμα την παραγωγή κατά 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Όμως, το ανοδικό ράλι εκτονώθηκε αρκετά γρήγορα, καθώς οι φόβοι περί επικείμενης ύφεσης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε καθίζηση της κατανάλωσης, σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση του δολαρίου και την πιθανότητα νέων lockdown στην Κίνα (Νο.1 εισαγωγέας αργού παγκοσμίως), επικρατούν και τίθενται σε πρώτο πλάνο.
Το μπρα-ντε-φερ με τη Μόσχα
Ο OPEC, στο μεταξύ, έσπευσε να περιορίσει τις εκτιμήσεις για τη ζήτηση του δ’ τριμήνου, αν και κανείς δεν γνωρίζει πώς ακριβώς θα αντιδράσει η αγορά στις κυρώσεις εις βάρος του ρωσικού πετρελαίου, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άμβλυνση της διαθέσιμης προσφοράς.
Το πλαφόν στην τιμή, ουσιαστικά, έχει ως στόχο να περιορίσει τα έσοδα της Ρωσίας από την ενέργεια, διατηρώντας ταυτόχρονα μια μεγάλη ποσότητα ρωσικού πετρελαίου στην αγορά, προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενες αυξήσεις στα συμβόλαια παράδοσης.
Όμως, η απόφαση του OPEC+ για μείωση της παραγωγής αλλάζει άρδην τις ισορροπίες, καθώς η μείωση της προσφοράς αυξάνει τη μεταβλητότητα, με αποτέλεσμα ο καθορισμός μιας τιμής πλαφόν στις ρωσικές εξαγωγές να αποδεικνύεται δυσλειτουργικός, επιτείνοντας τα όποια προβλήματα.
Και φυσικά, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τον κίνδυνο η Μόσχα να «κόψει» τελείως τις παραδόσεις αργού προς τη Δύση και να στραφεί αποκλειστικά στους πελάτες από Ασία, Αφρική και Νότια Αμερική, σε μια βίαιη αντίδραση προς την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες.