Αν καλώς έχω καταλάβει, στον χιλιοτραγουδισμένο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ένας Λάκης (Λαζόπουλος, με ή χωρίς κότερο) επιμένει να πιέζει έναν Κασσε-Λάκη, με τη σημαντική βοήθεια και στήριξη ενός Πο-Λάκη κι ενός Αποστο-Λάκη «να προχωρήσει με χίλια στις διαγραφές» και «σιγά μην στάξει η ουρά του γαϊδάρου αν φύγει από το κόμμα ο Τσακαλώτος με το σακίδιο, που άφησε 37 δισ. ταμείο στον Μητσοτάκη και δεν έδωσε μια σύνταξη σε όσους πεινούσαν».
Στην καθομιλουμένη πρόκειται «για του Λάκη του κάγκελο», στην politically correct εκφορά της «ο κ. Κασσελάκης άνοιξε ένα δρόμο που οδηγεί τον ΣΥΡΙΖΑ στην πλήρη απο-αριστεροποίηση, με την απομόνωση ή την εκδίωξη από το κόμμα της παλιάς κομμουνιστογεννούς φρουράς, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την κανονικοποίηση του χώρου και την ένταξη του στις συστημικά αποδεκτές πολιτικές δυνάμεις».
Προτιμώ τη λαϊκή έκφραση αυτού που συμβαίνει στον ΣΥΡΙΖΑ, είναι απενοχοποιημένη, ακριβέστερη και πολιτικά ορθότερη, με την έννοια πως τίποτε από όσα στην Κουμουνδούρου (και στις γύρω περιοχές) εξελίσσονται δεν είναι ουσιαστικά πολιτικό, για «αριστερές κατινιές» πρόκειται, μεταξύ «ιδιοκτητών από κληρονομιά» και γενίτσαρων, που εκδηλώνονται σε κενό πολιτικής, με τα troll να κάνουν παιχνίδι και την διάσπαση (κανονική ή όχι δεν έχει σημασία) να είναι η μόνη οδός προς «την βασιλεία των ουρανών».
Όλη αυτή η κωμωδία που βιώνει αυτή την περίοδο ο χώρος, η φορτισμένη δήθεν πολιτικά σε μυαλά γραφικών σύγκρουση, οι αλλεπάλληλες εσωτερικές διασπάσεις και επανατοποθετήσεις «στελεχών» και κεντροεπιτρόπων, διάφορες παραλλαγές των ιστορικών συσπειρώσεων ή τάσεων ή ομάδων («νεοπροεδρικοί» σου λέει ο άλλος και γεμίζει το στόμα του – «γενίτσαροι» απαντάνε οι εγκαλούμενοι με μια εμφανή απέχθεια) δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια καλοκαιρινή επιθεώρηση στο Δελφινάριο.
Όλα όσα λέγονται και γράφονται δήθεν στα σοβαρά και με τον κατάλληλο στόμφο της απόλυτης κενολογίας είναι εντελώς συμβατά με την απουσία αριστερού πολιτικού λόγου και την εγκατάλειψη κάθε ιδεολογικής διαφοράς, η κόντρα είναι εντελώς «υλική» αφορά καρέκλες, εξουσία, κρατική επιχορήγηση, τίτλους αριστερής ευγενείας και μια δήθεν βέβαιη προοπτική επανόδου στην εξουσία, την οποία υποτίθεται ότι εγγυάται ο Κασσελάκης με την Τζάκρη, τον Πολάκη και την Αυγέρη και την «καταστρέφουν» ο Τσακαλώτος, με τον Φίλη, τον Βίτσα και τον Σκουρλέτη. Γι΄ αυτούς τους πολύ «υλικούς» λόγους η αντιπαράθεση είναι τόσο σκληρή.
Τι απαντάει σε αυτό τον εσμό των χαβαλέδων (και μέσω των τελευταίων δημοσκοπήσεων) η κοινωνία των πολιτών; «Κόψε φάτσες και βγάλε συμπέρασμα», ο εστί μεθερμηνευόμενο «από δω πάνε κι οι άλλοι», όπου οι «άλλοι» είναι όλοι εκείνοι που ορέγονται, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, την ηγεσία μιας απερίγραπτης κεντροαριστεράς στον πολιτικό χάρτη, την ώρα που το κέντρο το έχει καταλάβει ο Μητσοτάκης και την αριστερά ο Κουτσούμπας. Σε απλά ελληνικά «δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα».
Με τούτα και μ΄ εκείνα δεν είναι τυχαίο πως αυτή η πολυδιαφημισμένη πολιτική κόντρα εντός του ΣΥΡΙΖΑ για τη επόμενη μέρα της αριστεράς στην Ελλάδα έχει καταντήσει «του Λάκη το κάγκελο» ή επί το νεανικότερο είναι μια «τσου ρε Λάκη» κατάσταση.
Υποτίθεται πως έως το Σαββατοκύριακο της Κεντρικής Επιτροπής καταβάλλονται ή θα καταβληθούν διάφορες προσπάθειες να μαζευτεί ο τραχανάς που απλώθηκε κι είναι πολύς, ώστε «όλοι μαζί, ομού κι αντάμα να ξεκινήσουν να μιλάνε πολιτικά και να αντιπολιτευθούν την ελεεινή κυβέρνηση Μητσοτάκη», διάφοροι καλοί Σαμαρείτες διακινούν ανάλογες απόψεις, στην βάση των οποίων ικανή και αναγκαία συνθήκη για την υλοποίηση τους είναι «η αποδοχή από όλους του αποτελέσματος των εκλογών, άρα και του προέδρου Κασσελάκη».
Στην ουσία όλοι αυτοί οι «αριστεροί κυανόκρανοι» γνωρίζουν άριστα πως μια ανάλογη παραδοχή ξεδοντιάζει εντελώς τις ενστάσεις των διαφωνούντων, για τους οποίους η ίδια η εκλογική διαδικασία και το αποτέλεσμα είναι η πηγή κάθε κακού, καθώς νομιμοποιήθηκε, μέσω αυτών, η παράδοση της πολιτικής ιστορίας και της φυσιογνωμίας του κόμματος σε διάφορα σαπρόφυτα, επί το ευγενέστερο «γενίτσαρους», τα οποία «είτε δεν έχουν καμία δουλειά στην αριστερά, είτε χρειάζονται για να χειροκροτούν την κληρονομημένη σοφία των Σκουρλετο-Φίληδων».
Μ’ αρέσει όμως η απόπειρα να ιδεολογικοποιηθούν όλα τα υλικά επίδικα της υπόθεσης για να τσιμπήσει το πόπολο και να παραμείνει στον κύκλο των ψηφοφόρων, διότι χωρίς αυτούς «ουδέν (εστίν) γενέσθαι των δεόντων».
Με άλλα λόγια όσο υπάρχουν «Λάκηδες», υπάρχει πάντα η ελπίδα…