Όταν μέσα στο πανδημικό 2021 ο πληθωρισμός άρχισε να «ξεπετάγεται» στην Ευρωζώνη, φαινόταν ότι διέθετε λίγο – πολύ τα χαρακτηριστικά του αμερικανικού φαινομένου. Δηλαδή η άνοδος των τιμών οφειλόταν στην ευρεία και ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης. Ωστόσο, σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει άρδην.
Η ενεργειακή κρίση έχει τροποποιήσει εκ βάθρων τη φύση του πληθωριστικού προβλήματος, το οποίο δεν ανάγεται τόσο πολύ στην υψηλή ζήτηση, αλλά κυρίως στη χαμηλή προσφορά. Και το χειρότερο είναι ότι ο ετήσιος δείκτης τιμών της Ευρωζώνης, για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, υπερβαίνει τον αντίστοιχο στις ΗΠΑ (10% Vs 8,3%).
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η πρόβλεψη για το επόμενο έτος, με τους αναλυτές να περιμένουν πληθωρισμό κοντά στο 5% στις χώρες του ευρώ έναντι μόλις 3% στην Νο.1 οικονομία του πλανήτη. «Ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός είναι χειρότερος από τον αμερικανικό» τονίζει ο Robin Brooks, επικεφαλής οικονομολόγος στο Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών (IIF), μιλώντας στο πρακτορείο Bloomberg.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη έχει ένα τελείως διαφορετικό είδος πληθωρισμού σε σχέση με τις ΗΠΑ. Προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις εκτοξευόμενες τιμές των εμπορευμάτων και όχι από την εύρωστη καταναλωτική δαπάνη ή τη σφιχτή αγορά εργασίας (όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ).
Κι αυτή η διαφοροποίηση, σύμφωνα με το Bloomberg, έχει σημαντικές επιπτώσεις στη νομισματική πολιτική, τους επενδυτές και φυσικά, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Αυτό σημαίνει ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες στη Γηραιά Ήπειρο, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα ίδια «όπλα» με τους Αμερικανούς συναδέλφους (αυξήσεις επιτοκίων), έχουν μικρότερη ικανότητα να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στην πηγή του και μεγαλύτερο κίνδυνο να πλήξουν την οικονομία.
«Αυτό που έχουν κοινό οι δύο κεντρικές τράπεζες είναι ότι εστιάζουν πάρα πολύ στον spot πληθωρισμό, δηλαδή στα υψηλά νούμερα που βλέπουν αυτή τη στιγμή. Δεν επικεντρώνονται στις βαθύτερες δυναμικές, τους λόγους και τις αιτίες» εξηγεί ο Brooks.
«Ο πληθωρισμός θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να υποχωρήσει στην Ευρώπη σε σχέση με τις ΗΠΑ, εν μέρει εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ευρώπη θα συνεχίσει να υποφέρει από το σοκ στις ενεργειακές προμήθειες» αναφέρει η Capital Economics. «Παρότι περιμένουμε ότι η Fed θα κόψει τα επιτόκια στο β’ εξάμηνο του 2023, αμφιβάλουμε ότι θα τον κάνουν η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Αγγλίας (ΒοΕ) πριν το 2024».
Σ’ όλα αυτά θα πρέπει να προστεθούν και οι επιπτώσεις στην οικονομία, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια ναι μεν συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύουν τις προοπτικές της ανάπτυξης. Ένα πρόβλημα, το οποίο έρχεται να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες προκλήσεις της ευρωπαϊκές οικονομίας.
Ο Dario Perkins, οικονομολόγος στην TS Lombard, εκτιμά ότι, στο δυσμενές σενάριοκ η ύφεση στην Ευρωζώνη θα φθάσει το 5% του ΑΕΠ, με το έλλειμμα στον προϋπολογισμό των χωρών – μελών να ξεπερνάει το αντίστοιχο στις ΗΠΑ για πρώτη φορά από τη Μεγάλη Ύφεση.
Την προηγούμενη εβδομάδα, η Γερμανία ανακοίνωσε ότι θα δανειστεί επιπλέον 200 δισ. ευρώ, προκειμένου να καλύψει το κόστος των υψηλών τιμών φυσικού αερίου. Όλες αυτές οι έξτρα δαπάνες είναι πιθανό να αναγκάσουν την ΕΚΤ σε οπισθοχώρησε και σε αλλαγής της νομισματικής πολιτικής, εγκαταλείποντας τη στρατηγική των υψηλών επιτοκίων (και άρα του υψηλού κόστους δανεισμού), επισημαίνει ο Perkins.