Είτε μιλάμε για το παραδοσιακό αγγλικό πρωινό, είτε για στοιχειώδη γεύματα των φτωχών της Ινδίας, ένα είναι το κοινό στοιχείο: έχουν γίνει πιο ακριβά. Και εάν στην πρώτη περίπτωση μπορεί και το κόστος κάπως να απορροφηθεί, στη δεύτερη τα πράγματα αποκτούν μια διάσταση, κυριολεκτικά, ζωής και θανάτου.
Η περίοδος της πανδημίας συνέπεσε με μια περίοδο μεγάλης αύξησης της τιμής των τροφίμων παγκοσμίως. Ένα μέρος μόνο της αύξησης είχε να κάνει με διαστάσεις της ίδια της πανδημίας, μια που κυρίως ο πληθωρισμός της τιμής των τροφίμων έχει να κάνει με τις δυναμικές που καθορίζουν τις τιμές αυτών των προϊόντων, των πιο ζωτικών, όπως και να το δει κανείς.
Η αύξηση των τιμών των τροφίμων
Τον Απρίλιο του 2021 ο δείκτης τιμών του FAO, του Διεθνούς Οργανισμούς Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ σημείωσε άνοδο 2 βαθμών (ή 1,7%) σε σχέση με τον Μάρτιο και ήταν κατά μέσο όρο στο 120.1. Αυτό σημαίνει μια αύξηση 30,8% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα έναν χρόνο πριν. Αυτό είναι το υψηλότερο σημείο που έχει φτάσει την τελευταία δεκαετία.
Ο αντίστοιχος δείκτης για τα δημητριακά ήταν στο 125.1 με άνοδο 1,5 (1,2%) σε σχέση με τον Μάρτιο και συνολική αύξηση από 26% σε σχέση με τον Απρίλη του 2020. Ορισμένα δημητριακά είχαν ακόμη μεγαλύτερη αύξηση σε σχέση με έναν χρόνο πριν: 66,7% για τον αραβόσιτο, ή 86,5% για το σόργο.
Ο δείκτης για τα φυτικά έλαια ήταν στο 162, μια άνοδος 1,8% σε σχέση με έναν μήνα πριν, ενώ μεγάλη άνοδο είχε και ο δείκτης για τη ζάχαρη. Μικρότερη η άνοδο για τον δείκτη κρέατος
Την ίδια στιγμή τα συμβόλαια για τον καφέ, το γάλα, τη ζάχαρη, τα σιτηρά, τη βρώμη και τον χυμό πορτοκάλι έχουν τιμές μέσο όρο 28% υψηλότερες σε σχέση με το 2019. Η Fonterra, η μεγαλύτερη εταιρεία εξαγωγών γαλακτοκομικών προέβλεψε ότι οι τιμές του γάλακτος θα φτάσουν σε επίπεδα ρεκόρ, κυρίως εξαιτίας αυξημένης ζήτησης από την Κίνα. Αυτό, εκτός όλων τα άλλων, θα ευνοήσει ιδιαίτερα και την οικονομία της Νέας Ζηλανδίας, της «Σαουδικής Αραβίας του γάλακτος» αφού τα γαλακτοκομικά αποτελούν το ένα τρίτο των εξαγωγών προϊόντων της χώρας.
Οι τιμές του καφέ βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων τεσσάρων ετών, εξαιτίας, εκτός των άλλων, και της ξηρασίας στη Βραζιλία που είναι η μεγαλύτερη παραγωγός παγκοσμίος.
Ήδη οι μεγαλύτερες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τροφίμων έχουν αρχίσει να δοκιμάζουν να περνούν εν μέρει αυτές τις αυξήσεις στους καταναλωτές. Η Nestlé, και η Unilever είναι από τις πρώτες εταιρείες που έχουν διαμορφώσει σχέδια για αυξήσεις τις τιμές για να αντιμετωπίσουν τις αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών τους αλλά και την αύξηση στα κόστη μεταφοράς και συσκευασίας. Η εκτίμηση των περισσότερων εταιρειών είναι ότι από ένα σημείο και μετά η αύξηση στις τιμές των πρώτων υλών για τη βιομηχανία των τροφίμων (που προς το παρόν παίρνει μέτρα όπως π.χ. να αλλάζει το μίγμα ζωοτροφών για μειώσει το κόστος) θα περάσει και στα τελικά προϊόντα.
Γιατί ακριβαίνουν οι τιμές των τροφίμων
Διάφοροι παράγοντες συντελούν στην αύξηση της τιμής των τροφίμων παγκοσμίως. Καταρχάς υπάρχει μεγάλη ζήτηση από την Κίνα για διάφορα τρόφιμα. Η Κίνα ανασυγκροτεί τα αποθέματά της σε δημητριακά και ταυτόχρονα ξαναφτιάχνει τον πληθυσμό χοίρων που είχε και ο οποίος είχε αποδεκατιστεί από την επιδημία Αφρικανικού Πυρετού των Χοίρων. Συνολικά διάφορες κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να δίνουν έμφαση, εξαιτίας και της πανδημίας, στην διατήρηση μεγάλων αποθεμάτων σε δημητριακά και ελαιούχους σπόρους όπως τη σόγια.
Σημαντικά επηρεάστηκαν οι τιμές των τροφίμων από τον ξηρό καιρό στην Νότια Αμερική, βασική παραγωγό καλαμποκιού και σόγιας για τις διεθνείς αγορές ενώ ρόλο έπαιξε και η προσδοκία ότι ηγετικοί εξαγωγείς σιτηρών όπως η Ρωσία θα αυξήσουν τους εξαγωγικούς δεσμούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις η αιτία της αύξησης έχει να κάνει και με το γεγονός ότι μετά από χρονιές μεγάλων εσοδειών ο καιρός κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση.
Ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι όπως είχε προειδοποιήσει ο FAO το παγκόσμιο εμπόριο έχει αυξηθεί πολύ σε όγκο, την ώρα που τα αποθέματα είναι ιδιαίτερα χαμηλά, κάτι που κάνει τις αγορές πολύ πιο ευάλωτες στις συγκυριακές μειώσεις της παραγωγής (π.χ. λόγο καιρικών συνθηκών).
Προβλήματα δημιουργούν και τα ζητήματα που αφορούν τις μεταφορές. Η αναστάτωση που υπήρξε στις παγκόσμιες μεταφορές με τη σταδιακά επανεκκίνηση οικονομιών αύξησε τα κόστη, ενώ παράλληλα οι τιμές των καυσίμων (που επηρεάζουν τα κόστη τόσο παραγωγής όσο και μεταφοράς) σταδιακά άρχισαν να αυξάνονται μετά από την απότομη μεγάλη υποχώρησή τους εξαιτίας του «παγώματος» δραστηριοτήτων και μετακινήσεων παγκοσμίως στη διάρκεια του «πρώτου κύματος» της πανδημίας.
Πολλά θα εξαρτηθούν και από το πώς θα κινηθεί η ζήτηση σε μεγάλες αγορές. Για παράδειγμα: το 2020 η Κίνα αγόρασε 11 εκατομμύρια τόνους καλαμπόκι, ενώ τα προηγούμενα χρόνια εισήγαγε κατά μέσο όρο 3-5 εκατομμύρια. Το εάν θα επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για διατήρηση αυξημένης ζήτησης θα είναι βασική παράμετρος των τιμών.
Η αύξηση της επισιτιστικής ανασφάλειας
Όταν αυξάνουν οι τιμές των τροφίμων, πάντα υπάρχει και το ερώτημα τι θα γίνει με αυτούς που πεινάνε.
Και το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο επείγον, εάν αναλογιστούμε ότι η πανδημία έχει ήδη αυξήσει σημαντικά τη διατροφική ανασφάλεια.
Ο FAO έχει προειδοποιήσει ότι η οξεία πείνα αναμένεται να αυξηθεί σε πάνω από 20 χώρες μέσα στους επόμενους μήνες. Ήδη 34 εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν εξαιρετικά υψηλά επίπεδα πείνας, κοντά στα όρια του λιμού. Γι’ αυτό και έχουν ενταθεί οι εκκλήσεις να συγκεντρωθούν 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια από δωρητές φέτος.
Το Νότιο Σουδάν, η Υεμένη και η Βόρεια Νιγηρία αντιμετωπίζουν σήμερα τους μεγαλύτερους κινδύνους. Όμως, σοβαρά προβλήματα υπάρχουν και στο Αφγανιστάν, την Αιθιοπία, την Αϊτή και τη Συρία. Στη Νιγηρία τα πράγματα έχει κάνει χειρότερα το γεγονός ότι οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά 23% σε μια χώρα όπου το 43% του πληθυσμού ή περίπου 90 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας του 1,90 δολαρίου την ημέρα. Στην Ινδία ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο των 2 δολαρίων την ημέρα σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης υπερδιπλασιάστηκε εξαιτίας της πανδημίας και από τα 60 εκατομμύρια πήγε στα 134 εκατομμύρια. Ήδη καταγράφονται σημαντικές αλλαγές στη διατροφή αυτών των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείπουν τα γαλακτοκομικά, τα αυγά, τις φακές και να στρέφονται μόνο προς το ρύζι.
Πριν από την πανδημία 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν τους πόρους για μια υγιή διατροφή. Ανάμεσα στο 2020 και το 2022 ο αριθμός αυτός μπορεί να αυξηθεί εξαιτίας της πανδημίας κατά 267,6 εκατομμύρια ανθρώπους. Υπάρχουν εκτιμήσεις ότι η πανδημία θα επιτείνει το πρόβλημα της υποθρεψίας στα παιδιά, οδηγώντας σε 9,3 εκατομμύρια επιπλέον παιδιά σε μαρασμό και 2,6 εκατομμύρια παιδιά σε πλημμελή ανάπτυξη εξαιτίας χρόνιας υποθρεψίας.