Το αμερικανικό δολάριο είναι το νέο μεγάλο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας, όπως αρχίζουν να διαπιστώνουν -και να δηλώνουν ανοιχτά- όλο και περισσότεροι αξιωματούχοι και αναλυτές. Η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) ανεβάζει διαρκώς τα επιτόκιά της, οδηγώντας όλο και περισσότερα κεφάλαια διεθνώς να μετατρέπονται σε δολάρια προκειμένου να επωφεληθούν από την υψηλότερη απόδοση, με αποτέλεσμα η ισοτιμία του αμερικανικού νομίσματος να οδηγείται υψηλότερα. Η γεωπολιτική και οικονομική αβεβαιότητα είναι ένας ακόμα παράγοντας που ανεβάζει τη ζήτηση για δολάρια, καθώς το αμερικανικό νόμισμα παραμένει το ισχυρότερο «καταφύγιο ασφαλείας».
Τα υψηλά επιτόκια, όμως, φέρνουν ύφεση και ανεργία, καθώς το χρήμα γίνεται ακριβότερο, με αποτέλεσμα η κατανάλωση και οι επενδύσεις να περιορίζονται.
Η Fed δηλώνει πλέον αποφασισμένη να παραβλέψει τον «οικονομικό πόνο» της ύφεσης προκειμένου να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, ο οποίος έχει ξεφύγει. Αφού, λοιπόν, επί μήνες υποτίμησε το πρόβλημα του πληθωρισμού χαρακτηρίζοντάς τον εσφαλμένα «παροδικό», τώρα περνάει στο άλλο άκρο αυξάνοντας γρήγορα τα επιτόκια, προκειμένου να «σκοτώσει» την κατανάλωση και τις επενδύσεις και να περιορίσει, έτσι, την άνοδο των τιμών, η οποία τροφοδοτείται από την αυξημένη ζήτηση.
Το θέμα σχολίασε ανοιχτά την περασμένη εβδομάδα ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την Εξωτερική Πολιτική Ζοζέπ Μπορέλ, ο οποίος είπε ότι όλοι αναγκάζονται να ακολουθήσουν τις αυξήσεις επιτοκίων του δολαρίου, διότι διαφορετικά το νόμισμά τους θα υποτιμηθεί. «Ολοι τρέχουν να αυξήσουν τα επιτόκιά τους, αυτό θα φέρει παγκόσμια ύφεση», είπε μιλώντας σε εκδήλωση ενώπιον διπλωματών.
Την περασμένη εβδομάδα έγιναν γνωστά τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Fed, από τα οποία φάνηκε ότι οι αυξήσεις επιτοκίων θα συνεχιστούν το ίδιο επιθετικά, καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες των ΗΠΑ ανησυχούν περισσότερο μην τους ξεφύγει ο πληθωρισμός, παρά για το αν θα προκαλέσουν οικονομική ύφεση, πολύ δε λιγότερο για τις συνέπειες που θα έχει η πολιτική τους σε άλλες χώρες.
Η Fed έχει ήδη αυξήσει τα επιτόκιά της στο 3%-3,25% και είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προχωρήσει σε νέα αύξηση κατά 0,75 της μονάδας τον Νοέμβριο. Η κυρίαρχη σήμερα εκτίμηση είναι ότι μέσα στο 2023 τα αμερικανικά επιτόκια θα φτάσουν σε ένα επίπεδο μεταξύ 4% και 5% και από εκεί θα υποχωρήσουν στη συνέχεια, εφόσον ο πληθωρισμός αρχίσει να αποκλιμακώνεται. Ωστόσο, ο φόβος όλων είναι ότι η άνοδος των επιτοκίων ίσως να μην έχει αποτέλεσμα στον πληθωρισμό, οπότε ίσως χρειαστεί μια «πολιτική σοκ» με μεγάλη άνοδο επιτοκίων, όπως είχε κάνει τη δεκαετία του 1980 ο τότε πρόεδρος της Fed Πολ Βόλκερ. Ο τελευταίος ανέβασε τα επιτόκια στο 20% το 1981 και ο πληθωρισμός έπεσε από το 12% στο 3% μέσα σε τρία χρόνια, αλλά η ύφεση και η ανεργία γονάτισαν την αμερικανική οικονομία, τη μεσαία τάξη και τους αγρότες, ενώ οδήγησαν σε μαρασμό ένα σημαντικό κομμάτι της αμερικανικής βιομηχανίας.
Σήμερα η κατάσταση αρχίζει όλο και περισσότερο να φέρνει στον νου την περίοδο Βόλκερ και η ανησυχία για τις επιπτώσεις των αμερικανικών κινήσεων στον υπόλοιπο κόσμο μεγαλώνει.
Η Ευρωζώνη άργησε και εκείνη να ξεκινήσει τις αυξήσεις επιτοκίων, αλλά ύστερα από δύο αυξήσεις (0,5 και 0,75 της μονάδας) έχει φέρει το επιτόκιο-βαρόμετρο για τις καταθέσεις που δέχεται από τις εμπορικές τράπεζες στο 0,75%, ενώ είναι πολύ πιθανό ότι θα το ανεβάσει στο 1,5% στο τέλος Οκτωβρίου. Το πρόβλημα στην Ευρωζώνη είναι ότι τα υψηλά επιτόκια δεν λύνουν το ζήτημα του πληθωρισμού που οφείλεται κυρίως στην ακριβή ενέργεια, αλλά εάν η ΕΚΤ δεν ανεβάσει τα επιτόκια το ευρώ θα υποτιμηθεί περισσότερο, ανεβάζοντας το κόστος εισαγωγής καυσίμων, τα οποία πληρώνονται σε δολάρια.
Στην ετήσια σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσινγκτον και οι δύο οργανισμοί κατεβάζουν κι άλλο τον πήχη για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.
Προειδοποίησε, μάλιστα, ότι περισσότερο από το 1/3 της παγκόσμιας οικονομίας θα πέσει σε ύφεση φέτος ή του χρόνου, ενώ οι μεγάλες οικονομίες, ΗΠΑ, Ευρώπη, Κίνα, θα παραμείνουν σε τέλμα.
Προέβλεψε, δε, ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα περιοριστεί στο 2%, κάτι που έχει συμβεί τα τελευταία 50 χρόνια μόνο πέντε φορές, που πέρασαν στη συλλογική μνήμη ως εποχές μεγάλων δυσκολιών, όπως το 1973 με το σοκ του πετρελαίου, το 1981 με την ύφεση του Βόλκερ στις ΗΠΑ ή την οικονομική κρίση του 2008.