Οι χρηματοοικονομικές και οικονομικές κρίσεις δεν είναι κάποια απλά φαινόμενα και οι πολύπλοκες διασυνδέσεις που τα χαρακτηρίζουν, δεν προσφέρονται για υπεραπλουστευμένες ερμηνείες.
Περιττό βέβαια να τονιστεί ότι η πολυπλοκότητα των κρίσεων αυτών, οδηγεί σε παραισθήσεις και πρώην αξιωματικούς μυστικών υπηρεσιών, οι οποίοι τις ερμηνεύουν κατά τρόπο επικίνδυνο. Και βέβαια το κόστος αυτής της απλοϊκότητας τελικά το πληρώνουν λαοί που για ένα διάστημα ταυτίζονται με μεγαλειώδεις ιστορίες «εθνικής υπηρηφάνειας».
Τούτων λεχθέντων, η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007-2010 κατά κύριο λόγο, ήταν το προϊόν της νομισματικής αστάθειας που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ, ακολουθούμενες και από άλλες χώρες, που πίστεψαν ότι στη παγκόσμια οικονομία κυκλοφορούσε «μαγικό χρήμα».
Αυτό το μαγικό χρήμα εξάλλου, ήταν και ο κύριος συντελεστής της τραπεζικής κρίσης του 2008, η οποία ωστόσο είχε προαναγγελθεί είκοσι και πλέον χρόνια πριν ξεσπάσει. Ήταν η περίοδος της δεκαετίας του 1980, όταν η παγκόσμια κυκλοφορία κεφαλαίων χωρίς αντίκρισμα, σε ετήσια βάση ξεπερνούσε 20 φορές την αξία του παγκοσμίου εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών.
Με πιο απλά λόγια, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, το σύστημα του κράτους δικαίου, το οποίο στην ουσία είναι αυτό που κάποιοι αποκαλούν καπιταλιστικό, από παραγωγικό γινόταν χρηματοοικονομικό. Η μεταβολή αυτή όμως, το κράτος αυτό το καθιστούσε και ιδιαίτερα ασταθές. Αυτή η αστάθεια είναι σήμερα και ο βασικός τροφοδότης της αβεβαιότητας.
Μία από τις μεγαλύτερες διαμάχες στην οικονομική θεωρία είναι κατά πόσον η σύγχρονη, καπιταλιστική οικονομία είναι ενδογενώς σταθερή. Πριν από την κρίση, η ορθόδοξη άποψη ήταν ότι θα μπορούσε να είναι, αν εμπεριέχει μια ανταγωνιστική οικονομία και μια κεντρική τράπεζα η οποία θα οδηγεί τις πληθωριστικές προοπτικές. Τα αποτελέσματα αμφισβήτησαν αυτήν την άποψη.
Ο Hyman Minsky, στο κορυφαίο έργο του Stabilizing an Unstable Economy, κατέδειξε γιατί δεν στέκει αυτή η θεωρία. Οι περίοδοι σταθερότητας και ευμάρειας σπέρνουν τους σπόρους της ίδιας της αποκαθήλωσής τους.
Η μόχλευση των αποδόσεων και του δανεισμού, είναι ένας βέβαιος δρόμος για τη δημιουργία εύκολου πλούτου, ο οποίος αντί να ενισχύει την παραγωγή, διογκώνει την κερδοσκοπία.
Και τότε η χρηματοδότηση προχωρά από την προφύλαξη (hedge), όπου ο τόκος και το κεφάλαιο αποπληρώνονται με την προβλεπόμενη ρευστότητα, στην κερδοσκοπία (speculative), όπου ο τόκος πληρώνεται από τη ρευστότητα, αλλά το κεφάλαιο πρέπει να μετακυλιστεί, και τέλος στην πυραμίδα (Ponzi), όπου ο τόκος και το κεφάλαιο πρέπει να πληρωθούν από τα κέρδη κεφαλαίου.
Αυτές οι πληρωμές είναι σήμερα το τεράστιο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας, την οποίαν ο Πούτιν επιχειρεί να αποσταθεροποιήσει για λόγους ενίσχυσης της εξουσίας του.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ουσιώδες κομμάτι της οικονομίας της αγοράς. Βασίζεται όμως σε ένα περίπλοκο και ευαίσθητο δίκτυο εμπιστοσύνης. Το μάθημα της κρίσης είναι ότι αυτά τα δίκτυα είναι επιρρεπή στην κατάχρηση και εν συνεχεία στην κατάρρευση.
«Ποια είναι η απάντηση εδώ: να προστατευτεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα από την οικονομία και η οικονομία από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.», τονίζει ο Μάρτιν Γουόλφ, αρθρογράφος των Financial Times.
Γι’ αυτό χρειάζονται μεγαλύτερα «μαξιλάρια» για τα σοκ. Αν γίνει αυτή η αλλαγή, οι σταθεροποιητικοί παράγοντες της αγοράς θα μπορέσουν να λειτουργήσουν όπως πρέπει: δεν θα υπάρχουν «πολύ μεγάλες και με πολύ μεγάλες διασυνδέσεις για να καταρρεύσουν».
Ο Πούτιν και οι σύμβουλοί του, μετά την κρίση της πανδημίας, θεώρησαν ότι προκαλώντας μια σοβαρή ενεργειακή κρίση, το σύστημα θα ταρακουνιόταν σε βαθμό τέτοιο, που η Δύση θα δεχόταν τις αξιώσεις τους σε γεωπολιτικό επίπεδο. Ως φαίνονται λόγω άγνοιας, έκαναν λάθος το οποίο και θα πληρώσει τελικά ο ρωσικός λαός.
Όχι όμως χωρίς το ανάλογο κόστος και για τη Δύση, η οποία πρέπει κατεπειγόντως να αναθεωρήσει αρκετές από τις πρακτικές της ως προς τις λειτουργίες του κράτους δικαίου. Η εξάρτηση μεγάλων οικονομιών από τα χρέη, ως πηγές δημιουργίας πλούτου και στήριξης μιας επίπλαστης ανάπτυξης, έχει αρχή και τέλος.
Δεν υπάρχουν φούσκες που κάποια στιγμή δεν σκάνε.