Οι προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη στη Γερμανία το 2025 κόβονται στο μισό. Οι κεντρικοί τραπεζίτες της Γαλλίας και της Γερμανίας από κοινού προειδοποίησαν την περασμένη εβδομάδα ότι η Ευρώπη είναι «καταδικασμένη» εάν δεν αναβιώσει ο γαλλο-γερμανικός άξονας για να πάρει επειγόντως πολιτικές αποφάσεις και μέτρα. Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ από την πλευρά της στα μέσα του μήνα, σε ομιλία της στο Παρίσι, είχε σημάνει συναγερμό για το ότι η Ευρώπη στο κοντινό μέλλον δεν θα μπορεί να πληρώνει συντάξεις και κοινωνικές παροχές, ούτε βέβαια και επενδύσεις για πράσινη μετάβαση, εάν δεν ανακόψει την πτωτική πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Την περασμένη εβδομάδα η Λαγκάρντ «ξαναχτύπησε» τονίζοντας ότι πρέπει επειγόντως να προχωρήσει η κοινή ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίων, γιατι σήμερα οι αποταμιεύσεις και τα κεφάλαια των Ευρωπαίων μένουν αναξιοποίητα σε κατακερματισμένες εθνικές αγορές, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου η κεφαλαιαγορά τροφοδοτεί τις επενδύσεις και την καινοτομία.
Μετά την εκλογή Τραμπ, δεν περνάει μέρα που να μην χτυπάει και ένα «καμπανάκι» για την Ευρώπη, ενώ ακόμα και προτού ο επόμενος Αμερικανός πρόεδρος αναλάβει τα καθήκοντά τους, οι οικονομικές συνέπειες των πολιτικών που έχει προς το παρόν μόνο αόριστα περιγράψει, καταγράφονται ήδη στην ευρωπαϊκή οικονομία. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη αναπροσαρμόζονται προς τα κάτω και τα δυσοίωνα σενάρια για νέο εμπορικό πόλεμο και τις επιπτώσεις στη βιομηχανία να δίνουν και να παίρνουν.
Η Γερμανία, η άλλοτε «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει ήδη μετατραπεί στον «μεγάλο ασθενή» μετά την ενεργειακή κρίση και ετοιμάζεται για νέο σοκ με τις πολιτικές Τραμπ. Για το γερμανικό ΑΕΠ, που σέρνεται από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, η πρόβλεψη ήδη έπεσε στο μισό από ότι ήταν πριν την εκλογή Τραμπ. Σύμφωνα με δημοσκόπηση σε οικονομολόγους που παρακολουθούν την γερμανική οικονομία, την οποία δημοσίευσαν οι Financial Times, το γερμανικό ΑΕΠ θα αυξηθεί μόλις κατά 0,6% το 2025, αντί για 1,2% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη.
Η εξέλιξη δείχνει αυτό που η Goldman Sachs είχε προβλέψει αμέσως μετά την εκλογή Τραμπ. Ότι δηλαδή η αβεβαιότητα για τις κινήσεις του επόμενου προέδρου μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ευρωπαϊκή οικονομία περισσότερο και από τους ίδιους τους δασμούς και ότι οι επιπτώσεις από αυτές τις πολιτικές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντική μείωση των εταιρικών κερδών, ιδίως σε τομείς που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ.
Το 2023 οι γερμανικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ έφτασαν στο 10% του συνόλου, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών. Εάν ο Τραμπ επιβάλει δασμούς 20% στις εισαγωγές μη κινεζικών προϊόντων, οι γερμανικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να πέσουν κατά 15%, εκτιμά το ινστιτούτο Ifo με έδρα το Μόναχο.
Για να απαντήσει στα προβλήματα αυτά η ΕΚΤ πιθανώς θα μειώσει τα επιτόκια πιο επιθετικά από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Οι τρέχουσες προβλέψεις υποδηλώνουν ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ, που αρχικά αναμενόταν να σταθεροποιηθούν στο 2% έως το 2025, πιθανότατα θα μειωθούν στο 1,75%, με πιθανή μια πρόσθετη μείωση κατά 25 μονάδες βάσης έως τον Ιούλιο του 2025.
Ήδη, όμως, θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξει απόκλιση μεταξύ της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) θα επιβραδύνει τις μειώσεις των επιτοκίων της λόγω των πληθωριστικών πιέσεων που θα δημιουργήσουν οι πολιτικές του Τραμπ, καθώς οι δασμοί θα αυξήσουν την τιμή των αγαθών και η μείωση των φόρων θα ενισχύσει την ζήτηση στις ΗΠΑ.
Μια τέτοια κατάσταση ίσως δημιουργήσει συνθήκες στασιμοπληθωρισμού και αυτό εξηγεί την ανησυχία των κεντρικών τραπεζιτών, οι οποίοι «φοβούνται» ότι όλο το βάρος της ευρωπαϊκής «άμυνας» απέναντι στις επιπτώσεις των δασμών θα πέσει στη νομισματική πολιτική καθώς οι προοπτικές για τη λήψη δραστικών μέτρων για ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ή των άλλων μέτρων που έχει ήδη προτείνει η έκθεση Ντράγκι δεν είναι ευοίωνες. Και τούτο διότι οι πολιτικές συνθήκες στην Ε.Ε. δεν ευνοούν τη λήψη αποφάσεων, πολλώ δε μάλλον που ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς είναι ανίσχυρος και επίκεινται πρόωρες εκλογές το Μάρτιο, ενώ και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είναι αποδυναμωμένος μετά τις πρόσφατες έκτακτες εκλογές. Αυτός είναι και ο λόγος της παρέμβασης των κεντρικών τραπεζιτών των δύο χωρών.
Σε κάθε περίπτωση ενώ ιστορικά ο πληθωρισμός αποτελεί σημαντική ανησυχία για τις κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ θα αναγκαστούν να επικεντρωθούν περισσότερο στις προοπτικές ανάπτυξης και τον κίνδυνο της ύφεσης.
Είναι ενδεικτικό πάντως ότι ο Ιωακίμ Νάγκελ, πρόεδρος της Bundesbank, σημείωσε πρόσφατα σε ομιλία του ότι «η παγκόσμια εμπορική ολοκλήρωση θα πρέπει να μειωθεί σημαντικά για να προκαλέσει αισθητή αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων», υποδηλώνοντας ότι τα τρέχοντα επίπεδα πληθωρισμού είναι διαχειρίσιμα παρά τις επιπτώσεις των όποιων δασμών. Η «γραμμή» αυτή ευθυγραμμίζεται με τις εκκλήσεις άλλων αναλυτών που υποστηρίζουν ότι η οικονομική ανάκαμψη της «ασθμαίνουσας» Ευρώπης πρέπει να τεθεί σε προτεραιότητα έναντι της επιθετικής στόχευσης του πληθωρισμού.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι Ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες εκφράζουν όλο και συχνότερα την ανησυχία τους.