Προμηνύονται υφεσιακές και οι πρώτες 90 ημέρες του 2021 για την ελληνική οικονομία παίρνοντας τη “σκυτάλη” από τη βουτιά 8,2% του 2020. Οι νεότερες προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή να τοποθετούν την συρρίκνωση πέριξ του 7% κατά το πρώτο τρίμηνο. Πανδημία και lockdowns προσγειώνουν τις εκτιμήσεις για το 2021 με το Γραφείου Προϋπολογισμού να υπολογίζει την άνοδο στο 2,7%, υπό την παραδοχή όμως ότι δεν θα ληφθούν επιπλέον μέτρα στήριξης, ενώ με πρόσθετες παρεμβάσεις ο πήχης ανεβαίνει στο 4,84%.
Στην έκθεση καταγράφεται ο κίνδυνος από την αύξηση του ιδιωτικού χρέους λόγω της οικονομικής ύφεσης. Αναφέρει πως ενδέχεται να χρειαστούν επιπρόσθετες παρεμβάσεις και ειδικές ρυθμίσεις αποπληρωμής που ουσιαστικά θα ισοδυναμούν με ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα. Τέτοιες παρεμβάσεις που αφορούν ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να έχουν διαφανείς κανόνες και κριτήρια και να αποφασιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το μη εξυπηρετούμενο ιδιωτικό χρέος στο τέλος του 2020 έφτασε τα 242,6 δις (108,1 δις στην εφορία, 37,5 δις στα ασφαλιστικά ταμεία, 58,1 δις στις τράπεζες και 38,9 δις στις εγχώριες Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Το συνολικό μέγεθος δεν είναι αυξημένο σε σχέση με το 2019, αναμένουμε ωστόσο να καταγράψει σημαντική επιδείνωση όταν θα ξεκινήσει η υλοποίηση των αποπληρωμών.
Στο πρώτο τρίμηνο, όπως αναφέρει η έκθεση, ο ρυθμός μεγέθυνσης θα είναι αρνητικός και θα γίνει θετικός από το δεύτερο τρίμηνο. Στο βασικό σενάριο υπολογίζεται και το ενδεχόμενο μιας πρόσθετης δημοσιονομικής παρέμβασης της τάξης των 5 δισ ευρώ για το 2021, το οποίο μπορεί να κατευθυνθεί είτε σε μεταβιβάσεις είτε σε δημόσια κατανάλωση. Στην πρώτη περίπτωση ο ρυθμός αυξάνεται κατά μία περίπου ποσοστιαία μονάδα και διαμορφώνεται σε 3,65%, ενώ στη δεύτερη περίπτωση ξεπερνάει τις δύο ποσοστιαίες μονάδες στο 4,84%.
Υπογραμμίζεται ότι η διατήρηση της «γενικής ρήτρας διαφυγής» από το Σύμφωνο Σταθερότητας έως και το 2022 προσφέρει σημαντική ευελιξία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Οι έκτακτες δημοσιονομικές παρεμβάσεις που υλοποιήθηκαν εντός του 2020 έφτασαν τα 14,9 δισ ευρώ ενώ εκείνες που προβλέπονται για το 2021 είναι λίγο παραπάνω από 10 δισ. Ευρώ. Η επιδείνωση που καταγράφεται στο 2020 σε σχέση με το 2019 φτάνει τα 20,4 δισ., διαμορφώνοντας πρωτογενές έλλειμμα σχεδόν 14 δισ. ευρώ (8,4% του ΑΕΠ). Υπογραμμίζεται από το Γραφείο Προϋπολογισμού όμως πως το επίσημο δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι καλύτερο εξαιτίας του ειδικού τρόπου καταγραφής των έκτακτων μέτρων και ιδιαίτερα των φορολογικών αναστολών και της επιστρεπτέας προκαταβολής, καθώς τα ποσά που αναμένεται να επιστραφούν στο μέλλον δεν θα υπολογιστούν στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 341 δισ. (205% του ΑΕΠ).
Οι αβεβαιότητες
Οι προβλέψεις στηρίζονται σε υποθέσεις που εμπεριέχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας που προέρχεται από τρεις πηγές. Σύμφωνα με την Έκθεση, η πρώτη και σημαντικότερη συνδέεται με την εξέλιξη της πανδημίας στη διάρκεια του έτους. Η βασική υπόθεση είναι πως οι μακροοικονομικές μεταβλητές βρίσκονται σε διαδικασία επιστροφής στην ισορροπία από την αρχική διαταραχή του προηγούμενου έτους (δηλαδή, υποθέτουμε ότι δεν θα υπάρξει νέα διαταραχή στη διάρκεια του τρέχοντος έτους). Ωστόσο, η ταχύτητα πραγματοποίησης των εμβολιασμών, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου και η άρση των περιοριστικών μέτρων αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για την πορεία τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης όσο και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Μια δεύτερη αβεβαιότητα προκύπτει από το χρονικό διάστημα που θα απαιτηθεί για την επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν την εμφάνιση της πανδημίας. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, δηλαδή σε όρους ζήτησης, αυτή η ταχύτητα θα επηρεάσει τους ρυθμούς ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας από το δεύτερο τρίμηνο και μετά. Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, σε όρους προσφοράς, είναι αβέβαιο πόσες από τις επιχειρήσεις που παρέμειναν εκτός λειτουργίας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα θα μπορέσουν να επαναλειτουργήσουν. Αυτή η τελευταία αβεβαιότητα, ίσως να μην αφορά τις προβλέψεις του τρέχοντος έτους, όμως θα καθορίσει τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές.
Μια τρίτη, τέλος, αβεβαιότητα προέρχεται από το ύψος των δημοσιονομικών παρεμβάσεων κατά το τρέχον έτος. Έχουμε ενσωματώσει μια αύξηση των μεταβιβάσεων στα 35 δις (από τα 30 που προβλέπει ο προϋπολογισμός) και εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων σε ύψος 7,5 περίπου δις, με σκοπό να συμπεριλάβουμε την παράταση των ειδικών δημοσιονομικών παρεμβάσεων και την αξιοποίηση μέρους των 2,6 δις του Ταμείου Ανάκαμψης που προβλέπονται στις δαπάνες του προϋπολογισμού. Σημειώνουμε ωστόσο ότι αφενός η επίπτωση των μεταβιβάσεων είναι σχετικά μικρότερη από εκείνη των δημόσιων επενδύσεων ή της δημόσιας κατανάλωσης και αφετέρου ότι η επίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης εξαρτάται από τον βαθμό που θα αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις πάνω από τα συνήθη τους επίπεδα και δεν θα υποκαταστήσει εγχώρια χρηματοδότηση μέσω του ΠΔΕ στην περίπτωση των επιχορηγήσεων και θα οδηγήσει σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων στην περίπτωση των δανείων.