Η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει χρόνια προβλήματα της οικονομίας της που αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Του Γιάννου Παπαντωνίου
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης βρισκόταν το 2007 πολύ κοντά στον μέσο όρο των 27 χωρών της ΕΕ, δηλαδή στο 95%.Υποχώρησε ραγδαία μετά την κρίση και την είσοδο της χώρας στα μνημόνια στο 71% το 2012, στο 68% το 2016, και παραμένει περίπου στο ίδιο επίπεδο, 67%, το 2023 καταλαμβάνοντας τη δεύτερη χειρότερη θέση, μόλις πριν από τη Βουλγαρία που βρίσκεται στο 64%.
«Γιατί καταναλώνουμε τόσο πολύ και γιατί δεν αποταμιεύουμε;». Το ερώτημα είναι κρίσιμο όχι μόνο για τη σύγκλιση των εισοδημάτων των Ελλήνων με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, αλλά και για την ίδια τη μακροπρόθεσμη επιβίωση της ελληνικής οικονομίας. Η κατανάλωση εξακολουθεί να αποτελεί σχεδόν το 70% του ελληνικού ΑΕΠ, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη το ποσοστό είναι λίγο πάνω από 50% κατά μέσον όρο. Η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι αρνητική, με κάποιες διακυμάνσεις. Κατά μέσον όρο το 2017-2022 ήταν -2,7% έναντι 3,6% της Ευρωζώνης. Αυτή είναι η άλλη όψη του χρόνιου ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών, που στο 6,3% του ΑΕΠ της χώρας παραμένει ανησυχητικό.
Η προβληματική δομή της ελληνικής οικονομίας οφείλεται κυρίως στη φοροδιαφυγή, δεδομένου ότι τα εισοδήματα που δεν δηλώνονται και δεν εμφανίζονται επίσημα για να αποταμιευθούν καταλήγουν σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση, με αποτέλεσμα την αύξηση του μεριδίου της στο ΑΕΠ. Εξάλλου, η υπερβολική εξάρτηση του ασφαλιστικού συστήματος από δημόσιους φορείς, που αντανακλά την εδραιωμένη πεποίθηση των Ελλήνων ότι το κράτος θα καλύψει κάθε ανάγκη τους, περιορίζει την ανάγκη προσφυγής σε ιδιωτικά σχήματα ασφάλισης διαμορφώνοντας ασφαλιστικό κενό σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, δηλαδή μια άλλη μορφή αρνητικής αποταμίευσης. Επίσης, η έλλειψη επαρκούς ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα επηρεάζει αρνητικά τα επιτόκια καταθέσεων αποθαρρύνοντας τις αποταμιεύσεις.
Η οικονομική σύγκλιση της Ελλάδας με την ΕΕ, ώστε σε 20 χρόνια να επαναπροσεγγίσει το 90% του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ, προϋποθέτει μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,5% πάνω από τον αντίστοιχο της ΕΕ. Και αυτός, όμως, ο ελάχιστα φιλόδοξος στόχος – της ανάκτησης σε 20 χρόνια του επιπέδου ευημερίας που είχαμε πριν από περίπου 20 χρόνια (!) - αντιμετωπίζει πολλές επισφάλειες, αν ληφθεί υπόψη ότι η επίτευξη τα τέσσερα τελευταία χρόνια ρυθμού ανάπτυξης κατά 1,2% υψηλότερου από τον μέσο όρο της ΕΕ οφείλεται κυρίως στο Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και στη σταδιακή απομάκρυνση από το ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο που είχαν επιβάλει τα μνημόνια.
Όμως, τα επόμενα χρόνια θα εκλείψουν αυτοί οι δύο θετικοί παράγοντες – λόγω της εξάντλησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς και της επανόδου στην κανονικότητα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ταμείο Ανάκαμψης συνεισφέρει, σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου το μισό της ελληνικής ανάπτυξης, ο αναπτυξιακός ρυθμός της Ελλάδας θα πέσει κάτω από το 2,5% που προβλέπει το νέο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Βεβαίως, αντίστοιχα θα επηρεαστεί αρνητικά και ο αναπτυξιακός ρυθμός και των υπολοίπων χωρών της ΕΕ, αλλά η συνεισφορά του Ταμείου Ανάκαμψης είναι σε αυτές τις χώρες πολύ μικρότερη.
Επομένως, μεσοπρόθεσμα, αν δεν πραγματοποιηθούν βαθιές αλλαγές στο οικονομικό μας υπόδειγμα ώστε να αυξηθούν ουσιαστικά η αποταμίευση, οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα, οι ελληνικοί ρυθμοί ανάπτυξης θα επιβραδυνθούν και η σύγκλιση των επιπέδων ευημερίας με τα μέσα ευρωπαϊκά θα χαθεί στο βάθος του ορίζοντα. Θα παραμείνουμε καθηλωμένοι στην ομάδα των «φτωχών « της Ευρώπης.
Ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας πρέπει να αξιοποιήσει ευρωπαϊκές συνέργειες σε συντονισμό με αντίστοιχες προσπάθειες που αρχίζουν να αναλαμβάνονται στην ΕΕ για την αντιμετώπιση της ανταγωνιστικής πίεσης από τις άλλες δύο υπερδυνάμεις - τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια, εμπιστεύθηκε - εκ των υστέρων «αφελώς» - τους ανταγωνιστές της παραβλέποντας ότι δεν παίζουν πλέον σύμφωνα με όρους βασισμένους στους κανόνες του ισότιμου ανταγωνισμού, αλλά εφαρμόζουν εθνικές πολιτικές που στοχεύουν στην ενίσχυση των βιομηχανιών τους. Η Ευρώπη σήμερα επενδύει λιγότερο στις ψηφιακές τεχνολογίες από τις ΗΠΑ και την Κίνα. Χωρίς στρατηγικά σχεδιασμένες και συντονισμένες δράσεις πολιτικής, ευρωπαϊκές βιομηχανίες θα αναγκαστούν να διακόψουν τη λειτουργία τους ή να μετεγκατασταθούν εκτός ΕΕ.
Η Ελλάδα, εντάσσοντας τον αναπτυξιακό προγραμματισμό της στο πλαίσιο της αντίστοιχης ευρωπαϊκής προσπάθειας, πρέπει να δομήσει ένα νέο παραγωγικό πρότυπο που θα περιορίσει την εξάρτηση από τον τουρισμό και τις κατασκευές και θα στραφεί σε τομείς με υψηλότερη παραγωγικότητα. Στόχος, η επιτάχυνση της ψηφιακής και της πράσινης μετάβασης και η ανάπτυξη της προσφοράς εξειδικευμένων υπηρεσιών, ιδιαίτερα στον χρηματοοικονομικό χώρο.
Παράλληλα, η Ελλάδα πρέπει να αντιμετωπίσει χρόνια προβλήματα της οικονομίας της που αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Προτεραιότητα έχουν η δραστική βελτίωση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού συστήματος με πλήρη αξιοποίηση νέων τεχνολογιών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η εισαγωγή ισχυρών κινήτρων για συγχωνεύσεις επιχειρήσεων και διαμόρφωση ελκυστικών εταιρικών σχημάτων στους τομείς των υπηρεσιών, η διεθνοποίηση και ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος μέσα από την ενσωμάτωσή του στην υπό διαμόρφωση ενιαία ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά, καθώς και ριζικές παρεμβάσεις στην κρατική λειτουργία. Χρειάζεται επανίδρυση του κράτους με νέες δομές, νέα διοικητικά σχήματα και αυστηρά αξιοκρατικές διαδικασίες διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού, στο πλαίσιο ενός συνολικού επανασχεδιασμού.
Μεταρρυθμίσεις, θαρραλέες και αποτελεσματικές, είναι η λέξη κλειδί, αν δεν θέλουμε να χάσουμε το τρένο της εποχής μας. Οι στόχοι είναι φιλόδοξοι, ενώ η ικανότητα του πολιτικού μας συστήματος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις είναι το ζητούμενο. Σε κάθε περίπτωση, στην αρχή τίθενται οι στόχοι και στη συνέχεια αναζητείται το σχήμα υλοποίησής τους.