Αν αφαιρέσουμε το «λούστρο» διακριτικότητας και ευφημισμών που χαρακτηρίζει τις δηλώσεις των κεντρικών τραπεζιτών και την τεχνική γλώσσα των σχετικών ανακοινώσεων προκύπτει ένα σαφές συμπέρασμα: Τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο.
Εάν μάλιστα δούμε το θέμα διαχρονικά, φαίνεται σαφώς ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες πέρασαν σταδιακά από την βεβαιότητα ότι ο πληθωρισμός θα είναι «παροδικός», στις δηλώσεις για «μικρή» αρχικά και στη συνέχεια μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων, ενώ τώρα μιλάνε -διακριτικά αλλά ξεκάθαρα- για ύφεση και απότομη προσγείωση στις αγορές.
Ο πληθωρισμός έχει ξεφύγει και από ότι φαίνεται οι κεντρικές τράπεζες βλέπουν ότι δεν έχουν άλλο δρόμο να τον σταματήσουν από το να προκαλέσουν ύφεση, ανεργία και συμπίεση εισοδημάτων.
O ίδιος ο πρόεδρος της Fed ο Τζερόμ Πάουελ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η μετάβαση στη νέα πραγματικότητα «θα προκαλέσει πόνο» και ότι ίσως η «προσγείωση δεν θα είναι ομαλή».
Η «μετάφραση» είναι ότι η οικονομία μπορεί να πέσει σε ύφεση και να προσγειωθούν χαμηλότερα οι αξίες των ακινήτων και των μετοχών που βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Είναι ενδεικτικός ο τίτλος άρθρου του Μάρτιν Γουλφ, βασικού αρθρογράφου των Financial Times Μάρτιν Γουλφ «Μια ομαλή προσγείωση στις ΗΠΑ είναι δυνατή αλλά όχι πιθανή», όπου παραθέτει στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι τιμές των ακινήτων είναι 15% ψηλότερα από ότι ήταν πριν την χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ οι δείκτες τιμής προς κέρδη των μετοχών είναι στα υψηλότερα επίπεδα από το 1881, με εξαίρεση την περίοδο στα τέλη του 1990 και τις αρχές του 2000 (σ.σ. πριν το μεγάλο χρηματιστηριακό ξεφούσκωμα των dot.com)
Μια ένδειξη για τη στροφή πολιτικής είναι το γεγονός ότι η ΕΚΤ προ ημερών αναγνώρισε το λάθος που έχει κάνει στην αξιολόγηση των δεδομένων και την εκτίμησή της για τον πληθωρισμό, το οποίο απέδωσε στην εσφαλμένη εκτίμηση των δεδομένων στην αγορά ενέργειας και ανήγγειλε ότι θα επανεξετάσει τις μεθόδους της.
Η ουσία είναι ότι οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες βλέπουν τώρα ότι η αύξηση των τιμών δεν οφείλεται μόνο ή κυρίως στα προβλήματα παραγωγής και τροφοδοσίας που δημιουργήθηκαν με το τέλος της καραντίνας για τον κορωνοϊό και με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αναγνωρίζουν πλέον ότι η οικονομία έχει υπερθερμανθεί, που σημαίνει ότι η ζήτηση έχει ενισχυθεί και επιδεινώνει την ανισορροπία με την προσφορά, γεγονός που οδηγεί υψηλότερα τις τιμές των αγαθών.
Το πρόσθετο πρόβλημα, ειδικά για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι ότι τα μέτρα αυτά θα χτυπήσουν μεν την οικονομία, αυξάνοντας την ανεργία και πιέζοντας προς τα κάτω το ΑΕΠ αλλά δεν θα λύσουν το ζήτημα της ακριβής ενέργειας, η οποία θα συνεχίσει να πιέζει τις τιμές προς τα επάνω.
Όσο για τις ΗΠΑ, γίνεται πλέον λόγος για στιγμη Πολ Βόλκερ, από το όνομα του προέδρου της FED την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ο οποίος πιστώνεται την καταπολέμηση του πληθωρισμού επειδή έδρασε ανεξάρτητα, χωρίς να υπολογίσει το πολιτικό κόστος και ανέβασε τα επιτόκια για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό.
Ο Βόλκερ ανέλαβε τη FED το 1979 σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού, ο οποίος έφτασε το 1981 στο 13,5%. Ο τότε πρόεδρος της FED ανέβασε το βασικό επιτόκιο από το 11,2% που ήταν το 1979 στο 20% το 1981 και τελικά με τις πολιτικές αυτές ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 3,2% το 1983.
Όμως το αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών ήταν ύφεση και αύξηση της ανεργίας η οποία ξεπέρασε το 10% και η FED έγινε στόχος ισχυρής κριτικής και αντιδράσεων λόγω των μεγάλων προβλημάτων που δημιουργήθηκαν σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας που επλήγησαν σφοδρά όπως οι κατασκευές, η γεωργία η βιομηχανία , ιδίως η αυτοκινητοβιομηχανία.