Οι τιμές του ελαιολάδου στην Ισπανία, έχουν υποστεί ιστορικά υψηλές μειώσεις τους τελευταίους μήνες, καταγράφοντας πτώσεις άνω του 50% σε σύγκριση με τις τιμές στις αρχές και στα μέσα του 2024, αναφέρει ειδικό σημείωμα της ελληνικής πρεσβείας στη Μαδρίτη.
Οι κλαδικές πηγές επισημαίνουν ότι, ενώ οι μέσες τιμές του ελαιολάδου στην Ισπανία ήταν κοντά στα 9 ευρώ το κιλό τον παρελθόντα Φεβρουάριο και 8 ευρώ τον Ιούνιο 2024, στις αρχές Δεκεμβρίου ανέρχονται σε πλησίον των 5,56 ευρώ, και μάλιστα για το πλέον ποιοτικό, εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο.
Στην περίπτωση του παρθένου ελαιολάδου και του φωτιστικού -το οποίο προορίζεται για περαιτέρω επεξεργασία ή άλλες χρήσεις εκτός της κατανάλωσης- οι τιμές στην πηγή προέλευσης ανέρχονται σε 4,69 ευρώ και σε 4,36 το κιλό αντίστοιχα, σύμφωνα με στοιχεία από τα παρατηρητήρια της Ισπανικής Ομοσπονδίας Βιομηχανικών Κατασκευαστών Ελαίων (Federación Española de Industriales Fabricantes de Aceite de Oliva) και της διαδικτυακής πλατφόρμας Oleista.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εκπροσώπων του κλάδου, η εν λόγω πτωτική πορεία των τιμών δεν αναμένεται να μεταφερθεί τουλάχιστον άμεσα, αλλά ούτε εξ ολοκλήρου, στα ράφια των αλυσίδων σούπερ μάρκετ.
Το φαινόμενο αυτό, σύμφωνα με ειδικούς του κλάδου ελαιολάδου, μπορεί να εξηγηθεί αφ’ ενός από το γεγονός ότι στον κλάδο εκτιμάται πως οι τιμές είναι ήδη πολύ κοντά στο να φθάσουν στο κατώτατο δυνατό σημείο τους και συνεπώς θα αρχίσουν να ανεβαίνουν ξανά, ενώ από την άλλη, οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο αντίκτυπος της πτωτικής πορείας των τιμών στην πηγή προέλευσης επί των τελικών τιμών λιανικής μπορεί να φανεί αρκετούς μήνες αργότερα.
Αναφέρεται εξάλλου ότι οι ελαιουργίες της Ισπανίας διαθέτουν πρόσθετα αποθέματα της τάξεως των 186.000 τόνων που θα πρέπει να πωληθούν, αποκτήθηκαν ωστόσο τα προηγούμενα τρίμηνα, όταν οι τιμές ήταν ακόμη υψηλότερες.
Σύμφωνα με τον ισπανικό κλαδικό Τύπο, η πτώση των τιμών του ελαιολάδου τους τελευταίους μήνες εξηγείται από διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων -σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα- τα χαμηλά επίπεδα ρευστότητας των επιχειρήσεων του κλάδου, οι οποίες, δεδομένου ότι έχουν ανάγκη να την αυξήσουν, διοχετεύουν υψηλότερες ποσότητες αυξάνοντας την προσφορά ελαιολάδου στην αγορά, με τις όποιες επακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις στις τιμές.
Επιπλέον, όπως σημειώνεται, στα ανωτέρω προστίθεται ο φόβος περαιτέρω μειώσεων στις τιμές που ωθεί ορισμένα ελαιουργία να προχωρούν σε βιαστικές πωλήσεις. Σύμφωνα δε με την ισπανική Ένωση Μικροκαλλιεργητών και Αγροτών (Unión de Pequeños Agricultores y Ganaderos – UPA), η «κατάρρευση» των εγχώριων τιμών ελαιολάδου αντικατοπτρίζει επίσης το υποκείμενο πρόβλημα που αφορά την ευθύνη ολόκληρου του ισπανικού κλάδου και έχει να κάνει με το γεγονός ότι «η Ισπανία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι η χώρα που καθορίζει τις τιμές του ελαιολάδου στον κόσμο και συνεπώς ηγείται της συμπεριφοράς των αγορών».
Η αβεβαιότητα του κλάδου
Στην κατάσταση αβεβαιότητας στον εγχώριο κλάδο ελαιολάδου προστίθεται η συζήτηση για πιθανές απάτες στην αγορά, λόγω της κυκλοφορίας μειγμάτων ελαιολάδου με άλλα λάδια, τα οποία δεν συμμορφώνονται με την ποιότητα που αναγράφεται στη συσκευασία τους, ενδεχόμενο που απορρίπτεται τόσο από τους εκπροσώπους των μεγάλων εταιρειών συσκευασίας και εξαγωγής, όσο και από τον ίδιο τον Ισπανό Υπουργό Γεωργίας κ. Planas.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κλάδου, στην παρούσα φάση η παγκόσμια προσφορά ελαιολάδου παρουσιάζει σταθερή μεγέθυνση υπερβαίνοντας τους 3,1 εκατ. τόνους, ενώ αντιθέτως οι αυξήσεις στη ζήτηση είναι πολύ μικρές, σε σύγκριση με τις αυξήσεις άλλων φθηνότερων ελαίων.
Η Ισπανία εκτιμάται ότι έχει τρεχόντως παραγωγή 1,4 εκατ. τόνων, ακολουθούμενη από τις Τουρκία (εκτιμήσεις για παραγωγή 450.000 τόνων και αποθέματα 700.000 τόνων), Τυνησία (παραγωγή 315.000 τόνων), Ελλάδα (παραγωγή 240.000 τόνων) και Πορτογαλία (παραγωγή 160.000 τόνων), ενώ στην Ιταλία, οι εδώ πηγές αναφέρουν ότι αυτή τη στιγμή η παραγωγή εκτιμάται σε περίπου 220.000 τόνους, με ερωτηματικά ωστόσο όσον αφορά την πραγματική προέλευση των ελαίων.
Σύμφωνα με τις ισπανικές κλαδικές εκτιμήσεις, πρόσθετη αβεβαιότητα στην διεθνή αγορά ελαιολάδου προκαλεί, μεταξύ άλλων, η εκλογή Trump στις ΗΠΑ που συνιστούν τον μεγαλύτερο αγοραστή ελαιολάδου σε παγκόσμιο επίπεδο και η οποία ενδέχεται να επιφέρει επιβολή δασμών στις εισαγωγές του προϊόντος, όπως είχε γίνει και μερικά χρόνια παλαιότερα, στο πλαίσιο της «σκληρής» πολιτικής που ενδεχομένως ακολουθήσει η νέα αμερικανική Διοίκηση έναντι προϊόντων που θεωρεί ότι επιδοτούνται από την Κοινή Γεωργική Πολιτική της Ε.Ε.