Στα ύψη έχει εκτιναχθεί η τιμή ενός λίτρου μπύρας στο μεγάλο ετήσιο φεστιβάλ μπύρας Oktoberfest του Μονάχου στη Γερμανία, καθώς έχει διαμορφωθεί στα 14,40 ευρώ, τιμή που συνιστά ρεκόρ. Ωστόσο η υψηλή αυτή τιμή δεν αποθαρρύνει τους επισκέπτες του φεστιβάλ, οι οποίοι συρρέουν στο Μόναχο για να συμμετάσχουν στη μεγαλύτερη γιορτή μπύρας στον κόσμο.
Με τους αριθμούς να είναι βελτιωμένοι σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, το φεστιβάλ μπύρας υποδεικνύει ότι το καταναλωτικό κλίμα στη Γερμανία είναι αισιόδοξο, σε αντίθεση με τις προοπτικές για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης που είναι δυσοίωνες.
Ο Γιεργκ Μπάιμπερνικ, διευθύνων σύμβουλος της Paulaner, μιας από τις μεγαλύτερες ζυθοποιίες της Γερμανίας, έμαθε με τον δύσκολο τρόπο πόσο μεγάλη είναι η απήχηση του Oktoberfest φέτος. Προσπάθησε να κλείσει τραπέζι για μια παρέα φίλων του ένα βράδυ και του είπαν ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα. Οι σκηνές είναι όλες γεμάτες, παρά τον πληθωρισμό, δήλωσε στους Financial Times.
Ο Μπάιμπερνικ έκανε τις δηλώσεις από τη σκηνή της Paulaner, στην Theresienwiese του Μονάχου, όπου καθημερινά σερβίρονται χιλιάδες λίτρα μπύρας. Από το μεσημέρι τα τραπέζια είναι ήδη γεμάτα. Όμως «στις 8.30 μ.μ. τα πράγματα πραγματικά απογειώνονται», συμπληρώνει.
Σε ύφεση η γερμανική οικονομία
Για περισσότερο από ένα χρόνο, η γερμανική οικονομία ταλανίζεται με την οικονομική ύφεση, που προήλθε από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, «»σβήνοντας» την ανάκαμψη της Γερμανία μετά την πανδημία.
Και οι προοπτικές παραμένουν δυσοίωνες. Την περασμένη Πέμπτη, η κοινή πρόβλεψη των κορυφαίων οικονομικών δεξαμενών σκέψης της χώρας προέβλεψε ότι το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 0,6% φέτος, όταν πριν από κάποιους μήνες και συγκεκριμένα την άνοιξη, έκαναν λόγο για αναιμική ανάπτυξη της τάξεως του 0,3%.
Ο Όλιβερ Χόλτεμέλλερ, του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Halle, επισημαίνει ότι η γερμανική βιομηχανία και η ιδιωτική κατανάλωση ανακάμπτουν «πιο αργά από ό,τι περιμέναμε την άνοιξη».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός πλήττει τους απλούς πολίτες, η αύξηση των επιτοκίων έχει παραλύσει τον κατασκευαστικό κλάδο και η αβεβαιότητα που προκαλείται από την αλλοπρόσαλλη ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης επιβαρύνει το κλίμα στις αίθουσες συνεδριάσεων των διοικητικών συμβουλίων.
Αχτίδα φωτός
Εντούτοις διαφαίνεται μια αχτίδα φωτός: Σύμφωνα με τα think tanks, η αγοραστική δύναμη στη Γερμανία ενισχύεται. Οι τιμές της ενέργειας είχαν υποχωρήσει από τα υψηλά επίπεδα του 2022 και οι τιμές των εξαγωγών είχαν αυξηθεί σημαντικά, γεγονός που δείχνει ότι οι εταιρείες κατάφερναν να μετακυλήσουν τις αυξήσεις των τιμών στους πελάτες τους ανά τον κόσμο.
Ο σημαντικότερος παράγοντας, ωστόσο, είναι η αύξηση των μισθών. Τα εισοδήματα γενικά πρόκειται να αυξηθούν, κυρίως χάρη στο βασικό επίδομα για τους αιτούντες εργασία που εισήγαγε η κυβέρνηση στα τέλη του περασμένου έτους και στην ενίσχυση των συντάξεων που έχει προγραμματιστεί για το 2024.
«Οι μισθοί και τα έσοδα από μεταβιβάσεις, όπως οι πληρωμές επιδομάτων, θα αυξηθούν σημαντικά το β΄ εξάμηνο του 2023 και στη συνέχεια ακόμη πιο έντονα το επόμενο έτος», σημειώνει ο Stefan Kooths, διευθυντής στο Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία.
«Κάτι που σημαίνει ότι περισσότερη αγοραστική δύναμη θα προέλθει από τα ιδιωτικά νοικοκυριά και αυτό με τη σειρά του θα δώσει ώθηση στους τομείς της οικονομίας που σχετίζονται με την κατανάλωση».
Οι αριθμοί που δημοσιεύθηκαν τον Αύγουστο έδειξαν ότι οι μισθοί στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αυξήθηκαν με ετήσιο ρυθμό 6,6% το β΄ τρίμηνο, ρυθμός ρεκόρ από τότε που άρχισαν οι σχετικές καταγραφές το 2008.
Έτσι, η ετήσια αύξηση των μισθών ήταν υψηλότερη από τα επίπεδα του πληθωρισμού της χώρας για πρώτη φορά από το 2021. Τα εισοδήματα των νοικοκυριών διαφαίνεται πλέον ότι συμβαδίζουν με το κόστος ζωής.
«Η ιδιωτική κατανάλωση ήταν πολύ αδύναμη και αυτό έχει προκαλέσει πραγματικά προβλήματα στο παρελθόν, ιδίως γύρω από την αλλαγή του έτους. Όμως αυτό αλλάζει τώρα» αναφέρει ο Κουθς.
Οι πληθωριστικές πιέσεις φαίνεται επίσης να χαλαρώνουν, με τον ετήσιο ρυθμό του πληθωρισμού να πέφτει στο 4,3% τον Σεπτέμβριο το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο ετών από το 6,4% του Αυγούστου.
Απτόητοι οι Γερμανοί
Το φετινό Oktoberfest προσφέρει ενδείξεις για τη βελτίωση του κλίματος. Μέχρι το ήμισυ της διάρκειάς του, περίπου 3,4 εκατ. άνθρωποι είχαν παρακολουθήσει το Wiesn, όπως είναι γνωστό στην περιοχή, 100.000 περισσότεροι από ό,τι το 2019, όταν οι επισκέπτες ξόδεψαν το εντυπωσιακό ποσό του1,25 δισ. ευρώ για τα ποτά, τα τρόφιμα και τις βόλτες στη γιορτή. Το Wiesn προσέλκυσε 1 εκατ. επισκέπτες το πρώτο Σαββατοκύριακο, έναντι μόλις 700.000 πέρυσι.
Η διαφορά με το 2022 είναι μεγάλη. «Από τη δική μου εμπειρία, πέρυσι ήταν ο χειρότερος καιρός», υποστηρίζει ο Αντρέας Στέινφατ, επικεφαλής του τμήματος εμπορίου, μάρκετινγκ για την περιφέρει στην Paulaner. «Έβρεχε τις 14,5 από τις 17 ημέρες και η θερμοκρασία δεν ξεπέρασε ποτέ τους 12 βαθμούς. Έπρεπε να φοράμε κασκόλ».
Φέτος το Μόναχο απολαμβάνει ένα ιδανικό καλοκαίρι, με τον ήλιο να λάμπει σχεδόν κάθε μέρα. Ωστόσο, οι προοπτικές δεν είναι εντελώς αδιατάρακτες, οι τιμές βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
«Τα πάντα θα είναι πιο ακριβά φέτος, τονίζει ο Μπάιμπερνικ. Ένα λίτρο μπύρας κοστίζει μεταξύ 12,60 και 14,90 ευρώ, 6,1% περισσότερο από πέρυσι. Ένα πιάτο χοιρινό κότσι, το παραδοσιακό πιάτο του Oktoberfest, κοστίζει 25 ευρώ, από 20 ευρώ το 2019.
«Οι ζυθοποιοί δήλωσαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να μετακυλήσουν το υψηλότερο κόστος. Οι τιμές της βύνης και του λυκίσκου έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία δύο χρόνια», δήλωσε ο Κρίστιαν Ντάνκε, επικεφαλής ζυθοποιός στην Paulaner. Η ζάχαρη, επίσης, είναι ακριβότερη, όπως και το κόστος του αλουμινίου για τα κουτιά.
Όμως κανείς δεν φαίνεται να ενοχλείται από τις υψηλότερες τιμές, σύμφωνα με τον Μπάιμπερνικ, ο οποίος αναμένει ότι κατά τη διάρκεια της 18ήμερης γιορτής θα καταναλωθούν 7 εκατ. λίτρα μπύρας.
«Δεν νομίζω ότι ο κόσμος αποθαρρύνεται από τις υψηλές τιμές. Η αγοραστική δύναμη στο Μόναχο είναι ούτως ή άλλως σχεδόν η υψηλότερη στη Γερμανία, αν όχι στην Ευρώπη».