Η ανάπτυξη της Ελλάδας αναμένεται να μετριαστεί από 6,7% το 2022 σε 1,6% το 2023 και το 2024.
Αυτό εκτιμά ο ΟΟΣΑ, επισημαίνοντας ότι παρά την ανάκαμψη του τουρισμού και τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική στήριξη, η κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί το 2023, καθώς τα πραγματικά εισοδήματα συρρικνώνονται και η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη.
Η υποχώρηση των τιμών της ενέργειας αναμένεται να μειώσει τον πληθωρισμό και να στηρίξει την κατανάλωση το 2024.
Οι εκταμιεύσεις του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας προβλέπεται να στηρίξουν τη μέτρια αύξηση των επενδύσεων εν όψει του υψηλότερου κόστους.
Ο πληθωρισμός όμως αποκτά ευρύτερη βάση, καθώς οι αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού συμβάλλουν στις μισθολογικές πιέσεις.
Τα προγραμματισμένα μέτρα στήριξης στηρίζουν τη ζήτηση, ενώ οι περιορισμοί της παραγωγικής ικανότητας αυξάνονται.
Η μετατόπιση των δημοσιονομικών μέτρων προς τις εισοδηματικές μεταβιβάσεις σε ευάλωτες ομάδες και η μεγαλύτερη στήριξη για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης θα ενθαρρύνει την εξοικονόμηση ενέργειας, θα στηρίξει τα δημόσια οικονομικά και θα μετριάσει τις συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Αυτό θα βοηθούσε την Ελλάδα να επιτύχει αξιολόγηση του δημόσιου χρέους με επενδυτική βαθμίδα.
Θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμους στόχους, ιδίως τη μείωση των εκπομπών και τη μείωση των υψηλών επιπέδων ενεργειακής φτώχειας.
Η ανάκαμψη του τουρισμού και η δημοσιονομική στήριξη οδήγησαν σε ισχυρή οικονομική ανάπτυξη
Η οικονομία της Ελλάδας αναπτύχθηκε έντονα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 λόγω της ανάκαμψης των εξαγωγών, με αιχμή τις υπηρεσίες, της αύξησης των επενδύσεων και της σημαντικής δημοσιονομικής στήριξης.
Οι εισπράξεις από τον τουρισμό από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο του 2022 επέστρεψαν στο ιστορικό υψηλό του 2019, ενώ οι εισπράξεις από τη ναυτιλία το δεύτερο τρίμηνο του 2022 ξεπέρασαν την ίδια περίοδο του 2019 κατά 57%.
Η επιχειρηματική εμπιστοσύνη, έχει υποχωρήσει ελαφρώς από την έναρξη του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, αλλά παραμένει κοντά στις προ της πανδημίας κορυφές.
Η απασχόληση τον Σεπτέμβριο του 2022 έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο από το 2010.
Η Ελλάδα αναφέρει πλέον μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις στις ελλείψεις εργατικού δυναμικού μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ιδίως σε τομείς που ανακάμπτουν έντονα, όπως οι κατασκευές.
Ο ετήσιος πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή έφθασε το 12,1% τον Σεπτέμβριο του 2022, προτού επιβραδυνθεί τον Οκτώβριο του 2022, καθώς οι τιμές της ενέργειας υποχώρησαν.
Οι πληθωριστικές προσδοκίες παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ιδίως στις κατασκευές, τις υπηρεσίες και το λιανικό εμπόριο.
Συρρίκνωση εισοδημάτων
Οι διαταραχές στον εφοδιασμό με τρόφιμα και ενέργεια και οι υψηλότερες τιμές, που ενισχύονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, μειώνουν τα πραγματικά εισοδήματα, με τις τιμές ενέργειας για τους καταναλωτές να αυξάνονται κατά 53% το έτος έως τον Σεπτέμβριο του 2022.
Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μέτρα συνολικού ύψους 5,5% του ΑΕΠ το 2022 για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έναντι του υψηλού ενεργειακού κόστους, εκ των οποίων το 3,6% του ΑΕΠ χρηματοδοτείται από το Ταμείο Πράσινης Μετάβασης, το οποίο προέρχεται κυρίως από τον μηχανισμό της Ελλάδας για την είσπραξη απρόβλεπτων εσόδων στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Η Ελλάδα αυξάνει τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, αλλά διαθέτει μικρή αποθηκευτική ικανότητα και επιδιώκει συμφωνίες αποθήκευσης με γειτονικές χώρες.
Έχει ήδη συμφωνήσει με την Ιταλία να αποθηκεύσει αέριο που αντιστοιχεί στο 5% της κατανάλωσής της κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022.
Η κυβέρνηση δεν αναμένει ελλείψεις στον ενεργειακό εφοδιασμό και δεν έχει ανακοινώσει σχέδιο για τη διανομή της ενέργειας σε περίπτωση έλλειψης φυσικού αερίου.
Η νομισματική σύσφιξη και η αυξανόμενη διεθνής αβεβαιότητα έχουν οδηγήσει σε αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.
Οι διαφορές (spread) μεταξύ των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων της Ελλάδας και της Γερμανίας αυξήθηκαν περισσότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ κατά το έτος έως τον Νοέμβριο.
Ωστόσο, το μέσο κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις αυξήθηκε πιο αργά, γεγονός που εν μέρει αντανακλά τη βελτίωση της πρόσβασης των τραπεζών σε δανειακά κεφάλαια.
Τα δημοσιονομικά μέτρα αναμένεται να παράσχουν συνεχή στήριξη στην οικονομία
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να επιστρέψει σε ένα μέτριο πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ το 2023, γεγονός που συνεπάγεται αυστηρότερη δημοσιονομική στάση και μία από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές εξυγιάνσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ.
Τα μέτρα στήριξης της ενέργειας το 2022 μειώνουν κυρίως το ενεργειακό κόστος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις μέσω επιδοτήσεων τιμών με γενναιόδωρα κριτήρια επιλεξιμότητας.
Αυτά προστίθενται στα μέτρα στήριξης που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένων των περικοπών στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και στους φορολογικούς συντελεστές, αξίας 2% του ΑΕΠ το 2022.
Το σχέδιο προϋπολογισμού του 2023 δεν επεκτείνει τα υφιστάμενα μέτρα αλλά προβλέπει ένα αποθεματικό ύψους 0,5% του ΑΕΠ του 2023 για ενεργειακά μέτρα.
Οι παρατεταμένες ενεργειακές διαταραχές, που θα οδηγήσουν στην παράταση των υφιστάμενων μέτρων στήριξης της ενέργειας έως τα μέσα του 2023, αναμένεται να οδηγήσουν σε δημοσιονομικό κόστος περίπου 1% του ΑΕΠ το 2023.
Άλλα σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα περιλαμβάνουν τη μονιμοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης και των μειώσεων των φορολογικών συντελεστών που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς και την επιδότηση του κόστους των τόκων των στεγαστικών δανείων για τους νέους.
Το δημοσιονομικό κόστος για αυτά ανέρχεται σε 1,6% του ΑΕΠ το 2023.
Η υψηλή αβεβαιότητα και η άνοδος των τιμών αναμένεται να μετριάσουν την ανάπτυξη
Η άνοδος των τιμών και του κόστους των επενδύσεων και η μείωση της δημοσιονομικής στήριξης προβλέπεται να μετριάσουν την οικονομική ανάπτυξη.
Η αύξηση της κατανάλωσης προβλέπεται να εξασθενήσει, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός αποδυναμώνει τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών.
Η δημοσιονομική στήριξη για τη θωράκιση των νοικοκυριών από το αυξανόμενο κόστος ζωής αναμένεται να λήξει από το 2023.
Η έντονη αύξηση του κόστους των επενδυτικών έργων καθώς και η υψηλή αβεβαιότητα αναμένεται να επιβαρύνουν τις επενδύσεις, ακόμη και όταν το σχέδιο "Ελλάδα 2.0" υλοποιεί έργα αξίας κοντά στο 2,4% του ΑΕΠ ετησίως.
Η ζήτηση, αν και μετριάζεται, αυξάνεται ταχύτερα από την παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων, ενισχύοντας τους περιορισμούς της παραγωγικής ικανότητας και τις υποκείμενες πιέσεις στις τιμές.
Ο συνολικός πληθωρισμός αναμένεται να συγκρατηθεί, καθώς οι τιμές της ενέργειας σταθεροποιούνται και η νομισματική σύσφιξη της ζώνης του ευρώ τίθεται σε ισχύ, αν και η κατάργηση των επιδοτήσεων για τις τιμές της ενέργειας, που αναμένεται το δεύτερο εξάμηνο του 2023, θα οδηγήσει τον πληθωρισμό σε προσωρινή άνοδο.
Εάν οι διαταραχές του ενεργειακού εφοδιασμού ή οι υψηλές τιμές συνεχιστούν και μετά τα μέσα του 2023 ή είναι πιο σοβαρές από ό,τι προβλέπεται, η κατανάλωση και η παραγωγή θα εξασθενήσουν και τα δημόσια οικονομικά θα δεχθούν μεγαλύτερες πιέσεις.
Η βραδύτερη δημοσιονομική εξυγίανση θα μπορούσε να προκαλέσει τον κίνδυνο καθυστέρησης της αναβάθμισης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα, οδηγώντας σε ακριβότερη και σπανιότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Οι αυστηρότερες κυρώσεις στις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου θα περιόριζαν τις ναυτιλιακές εισπράξεις από τη Ρωσία, οι οποίες ανήλθαν στο 1,6% των συνολικών ναυτιλιακών εισπράξεων το 2021.
Εάν η αύξηση των μισθών γίνει ανεπαρκώς συντονισμένη, καθώς οι αγορές εργασίας ενισχύεται, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να παγιωθεί περισσότερο.
Απαιτούνται καλά σχεδιασμένα δημοσιονομικά μέτρα
Ο περιορισμός των δημοσιονομικών αντιδράσεων στις υψηλές τιμές της ενέργειας σε καλά στοχευμένη προσωρινή στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να αποκαταστήσει κάποιο δημοσιονομικό χώρο και να μειώσει τις πληθωριστικές πιέσεις καθώς η δραστηριότητα θα φτάνει σε περιορισμούς δυναμικότητας.
Η μετατόπιση του κύριου μηχανισμού προσαρμογής των μισθών από τις διοικητικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού στις ευρείες και έγκαιρες συλλογικές διαπραγματεύσεις που αντικατοπτρίζουν τις κλαδικές συνθήκες και την παραγωγικότητα των εργαζομένων θα στήριζε τα πραγματικά εισοδήματα και την ανταγωνιστικότητα, θα επέτρεπε στα μισθολογικά ποσοστά να ανταμείβουν καλύτερα την παραγωγικότητα και θα μετρίαζε τις πληθωριστικές πιέσεις.
Η διακρατική εμπειρία δείχνει ότι η νέα φορολογική επιδότηση για το κόστος των τόκων των στεγαστικών δανείων μπορεί να αυξήσει τις τιμές των κατοικιών όταν η νέα προσφορά είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα τη μείωση της πρόσβασης στην ιδιοκτησία κατοικίας.
Η διάθεση αυτών των πόρων για την επέκταση προγραμμάτων που υποστηρίζουν την πρόσβαση σε κατοικίες υψηλότερης ποιότητας, όπως για ανακαινίσεις που βελτιώνουν την ενεργειακή απόδοση, θα μείωνε το ενεργειακό κόστος των νοικοκυριών, θα αντιμετώπιζε τα υψηλά επίπεδα ενεργειακής φτώχειας και θα βοηθούσε την Ελλάδα να επιτύχει καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.