Η αποχώρηση των ευρωπαϊκών τραπεζών από τη Μόσχα εισέρχεται στο τελικό της στάδιο, αλλά αντί να έχουν τον ιστορικό σύμμαχο των Ρώσων «Στρατηγό Χειμώνα» κατά πόδας, έχουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η ΕΚΤ εντείνει την πίεση την οποία ασκεί όσον αφορά τις τελευταίες σημαντικές παρουσίες ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στη Ρωσία. Είναι ένα στοιχείο μιας πολύπλευρης, αν και άνισα εφαρμοζόμενης, στρατηγικής απόσυρσης των δυτικών κεφαλαίων και της δυτικής τεχνογνωσίας από την εχθρική, πλέον, οικονομία.
Όπως αναφέρει το Politico, η αυστριακή Raiffeisen Bank International, μακράν η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή τράπεζα που εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στη Ρωσία δήλωσε ότι αναμένει να λάβει δεσμευτική απαίτηση από την ΕΚΤ για να επιταχύνει τη μείωση των δραστηριοτήτων της στη χώρα, ενώ το Reuters ανέφερε ότι η ιταλική Unicredit προετοιμάζεται για μια παρόμοια επιστολή.
Η απόφαση αυτή θα δυσκολέψει την ευρωπαϊκή βιομηχανία να συνεχίσει οποιαδήποτε συνεργασία με τη Ρωσία. Ο αντίκτυπος στη Raiffeisen, η οποία απασχολεί σχεδόν 10.000 υπαλλήλους σε ένα δίκτυο με πάνω από 120 υποκαταστήματα, είναι εντελώς διαφορετικής τάξης μεγέθους.
Το νέο χρονοδιάγραμμα απειλεί τα σχέδιά της να διασώσει οτιδήποτε από αυτό που ήταν για χρόνια η μεγαλύτερη και πιο σεβαστή τράπεζα λιανικής στη χώρα, η οποία κατά καιρούς απέφερε πάνω από τα μισά κέρδη του τραπεζικού ομίλου.
Η Raiffeisen επιχείρησε να αποχωρήσει ανταλλάσσοντας το μετοχικό κεφάλαιο της τοπικής θυγατρικής της με μια συμμετοχή στην κατασκευαστική εταιρεία Strabag, η οποία εδρεύει στην Αυστρία και επικεντρώνεται στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, η συμφωνία έχει καθυστερήσει.
Το μερίδιο αυτό, το οποίο κατείχε ο μεγιστάνας των μετάλλων Όλεγκ Ντεριπάσκα, μεταβιβάστηκε στα τέλη του περασμένου έτους σε μια νέα εταιρεία, της οποίας οι τελικοί δικαιούχοι δεν είναι σαφείς. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να εξακριβωθεί ότι η συμφωνία δεν θα ωφελούσε κάποιον που υπόκειται σήμερα σε κυρώσεις.
Η τύχη της Raiffeisen είναι αντίθετη με εκείνη της Société Générale, η οποία μέσα σε τέσσερις μήνες από την εισβολή είχε συμφωνήσει να πουλήσει την τοπική της επιχείρηση, τη Rosbank, στην εταιρεία Interros Ηolding ενός άλλου μεγιστάνα των μετάλλων, του Βλαντιμίρ Ποτάνιν.
Η συμφωνία αυτή εξομαλύνθηκε από το γεγονός ότι η SocGen και ο Ποτάνιν είχαν διοικήσει από κοινού τη Rosbank για χρόνια πριν από το 2022, ενώ η Raiffeisen είχε δημιουργήσει την επιχείρησή της από το μηδέν. Σε αντίθεση με τον Ντεριπάσκα, ο Ποτάνιν δεν βρισκόταν στον κατάλογο των κυρώσεων εκείνη την εποχή, αν και και οι δύο, όπως και η Rosbank έχουν ενταχθεί σε αυτόν έκτοτε.
Επιστολές προς τους αρμόδιους Ευρωβουλευτές από τον περασμένο Ιούνιο δείχνουν ότι η εποπτική αρχή είχε ήδη επισημάνει ότι αναμένει από τις τράπεζες να μειώσουν απότομα τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία, προειδοποιώντας για «κινδύνους οι οποίοι θα πλήξουν τη φήμη» όσων συνέχιζαν να δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Σε μια πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών τραπεζών του γκρουπ των G7 στην Ουάσινγκτον, η ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία αναγκάστηκε να αντιταχθεί σθεναρά στις προτάσεις πως τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία στην Ευρώπη θα μπορούσαν να κατασχεθούν για να βοηθήσουν στη χρηματοδότηση της πολεμικής προσπάθειας του Κιέβου.
Λίγες ημέρες αργότερα, η αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων «ξεκλείδωσε» ένα πακέτο βοήθειας ύψους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την Ουκρανία.