Ο κορωνοϊός, ως ιστορικός επιταχυντής, φέρνει ορμητικά και βίαια στο προσκήνιο τα μέλλοντα να συμβούν από γεωπολιτικής και όχι μόνον πλευράς στον ήδη εικοσάχρονο 21ο αιώνα
Την ώρα που η Δύση τρεκλίζει, η Κίνα, από την οποία ξεκίνησε ο εφιάλτης, όχι μόνον με δραστικά μέτρα κατάφερε να την θέσει υπό έλεγχο, αλλά θα έχει και οικονομική άνοδο κλείνοντας το 2020
Tου Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Οι πανδημίες, όπως αυτό συμβαίνει και με τις μεγάλες συ-στημικές οικονομικές κρίσεις και τους πολέμους, ανατρέπουν την ιστορία. Κάτι παρόμοιο συνέβη στην Αθήνα του Περικλή το 429 π.Χ, στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Τότε που η πανώλη, σκοτώνοντας τον μεγάλο άνδρα, άνοιξε τον δρόμο σε δύο δημαγωγούς, τον Κλέοντα και τον Αλκιβιάδη, που εξευτέλισαν με δημοκρατία, προφέροντας μια νίκη στην Σπάρτη. Το ίδιο συνέβη στο Βυζάντιο του Ιουστινιανού τον 6ο μ.Χ. αιώνα και στην Ευρώπη του Μεσαίωνα, η οποία από πανώλη στα μέσα του 14ου αιώνα έχασε το ένα τρίτο του πληθυσμού της.
Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η νόσος από τον νέο κο-ρωνοϊό, λόγω της πλανητικής της διάστασης, της βιαιότητας και της πολυπλοκότητάς της, σίγουρα εξελίσσεται σε μήτρα του 21ου αιώνα, όπως ήταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος για τον 20ο αιώνα.
Παίζει έτσι έναν ρόλο επιταχυντή και αποκαλυπτήριου στα νέα δεδομένα της παγκόσμιας ιστορίας.
Η πανδημία του κορωνοϊού φέρνει στο προσκήνιο και μια σειρά από σοβαρά θέματα, με πιο κρίσιμο αυτό του τέλους της δυτικής παντοδυναμίας, σε συνδυασμό με μια πνευματική και πολιτιστική κατάπτωση της Αμερικής.
Η πάλαι ποτέ υπερδύναμη, μετά τις αποτυχίες των επεμβάσεών της στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Συρία, έχει χάσει την υπεροχή της στα θέματα της παγκό-σμιας ασφάλειας. Απώλεσε επίσης και οικονομική ισχύ με το κραχ του 2008, ενώ τώρα, με τα κινήματα του «πολιτικά ορθού» και της απαρχαιωμένης αλλά επικίνδυνης θεωρίας του «κοινοτισμού» στο εσωτερικό της, κινδυνεύει και με εμφύλια σύγκρουση
Υπό αυτές τις συνθήκες, επικίνδυνες πλέον είναι και οι εσωτερικές εξελίξεις στις ΗΠΑ, όπου μηδενική ανάπτυξη, έκρηξη ανισοτήτων, δημόσια και ιδιωτική υπερχρέωση, δημιουργούν ένα κλίμα βίαιης αντιπαράθεσης.
Όπως είναι επόμενο, η εσωτερική κατάσταση στις ΗΠΑ επηρεάζει και τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, οι οποίες κυριολεκτικά υπέφεραν στη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο τελευταίος προκαλώντας συνειδητά και με προκλητικό τρόπο σοβαρές τριβές και σιωπηρές συγκρούσεις στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατών, στην ουσία πρόσφερε σημαντικά δώρα στον ακραίο ισλαμισμό, στη Ρωσία στην Κίνα και στην Τουρκία.
Από την Αφρική έως την Ινδονησία, ο ακραίος ισλαμισμός κερδίζει έδαφος και έχει πλέον σοβαρά ερείσματα και στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών.. Η Κίνα από την πλευρά της εδραιώνει την παρουσία της στην Ασία και στην Αφρική και επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό όλες τις αναδυόμενες χώρες. Η Ρωσία ισχυροποιείται σε Μέση Ανατολή και Ευρώπη και η Τουρκία δεν κρύβει τις προθέσεις της για πρωτοκαθεδρία στην Ανατολική Μεσόγειο και τον Καύκασο.
Και όσο οι ΗΠΑ βρίσκονται στο δρόμο μιας συνολικής παρακμής, όλο και περισσότεροι αδίστακτοι ηγέτες θα εξετάζουν με ενδιαφέρον και σχολαστικότητα, ενίοτε, το κινέζικο αυταρχικό μοντέλο επιθετικού καπιταλισμού, το οποίο σαφώς και έχει αποτελέσματα.
Την ώρα που η Δύση τρεκλίζει, η Κίνα, από την οποία ξεκίνησε η πανδημία, όχι μόνον με δραστικά μέτρα κατάφερε να την θέσει υπό έλεγχο, αλλά θα έχει και οικονομική άνοδο κλείνοντας το 2020.
Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσει δυναμικά μέσα, η Κίνα δεν κρύβει την πρόθεσή της, όχι μόνο να αμφισβητήσει το σύστημα που ίσχυσε στον ψυχρό πόλεμο, αλλά να το διαμορφώσει με βάση τα δικά της συμφέροντα, τονίζει ο καθηγητής Τιερύ ντε Μονμπριάλ, ιδρυτής του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Για να πετύχει όμως αυτόν τον φιλόδοξο στόχο, η Κίνα πρέπει να απομονώσει τις ΗΠΑ, με παράλληλη δική της οικονομική και στρατιωτική επέκταση. Προς επίτευξη του στόχου διαθέτει 260 δισ. δολάρια στρατιωτικές δαπάνες, 18 δισ. δολάρια βοή-θεια για χώρες δορυφόρους της, όπως το Λάος, η Καμπότζη και η Σρι Λάνκα και προτίθεται να επενδύσει άλλα 100 δισ. δολάρια στην προώθηση Ασιατικής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών. Στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτής, η Κίνα απαγορεύει στις χώρες που συναλλάσσονται με αυτήν να ασκούν κριτική στο Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ας σημειώσουμε ακόμα ότι οι χώρες της Ευρασίας και της Ασίας, που προκαλούν προβλήματα στις ΗΠΑ και πλήττουν την αμερικανική οικονομία , έχουν ιδιαίτερα «μπόνους» από την Κίνα.
Και από την άποψη αυτή, κάτι γνωρίζει η Τουρκία, με αφορμή τα «νταηλίκια» του κ. Ερντογάν, έναντι των ΗΠΑ
Αυτά τα «νταηλίκια» δεν είναι καθόλου τυχαία. Η κινεζικο-τουρκική συνεργασία, μεταξύ άλλων έχει και μια μη ορατή πτυχή, που είναι αυτή του ρόλου της Τουρκίας στην αποσταθεροποίηση της Ευρώπης και των δυτικών θεσμών γενικότερα. Η Κίνα, όπως ήδη σημειώσαμε, θέλει με κάθε τρόπο να προωθήσει το μοντέλο ενός πετυχημένου οικονομικά καπιταλισμού υπό συνθήκες κλειστής κοινωνίας.
Η επιδίωξη αυτή συμπίπτει με την αντίστοιχη του Ερντογάν, ο οποίος «οραματίζεται» μια ισλαμική αυταρχική πολιτικά Τουρκία με ελεγχόμενη κατά το κινεζικό πρότυπο καπιταλιστική οικονομία. Έναντι της Δύσης δε, για να πετύχει τους απώτερους στόχους του, διαθέτει κάποια σοβαρά εργαλεία.
Πρώτον, τα τρία εκατομμύρια πρόσφυγες που βρίσκονται στην Τουρκία και δεύτερον, την επιθετικότητα και τις διεκδικήσεις του έναντι της Ελλάδας.
Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία θα είναι για αρκετά χρόνια ο κύριος αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην Ανατολική Μεσόγειο και βασικό στήριγμα σε συνεργασία με το Κατάρ του ακραίου ισλαμισμού.
Ένα ερώτημα, που προκύπτει από αυτά που προηγούνται, είναι αυτό του ρόλου και της θέσης της Ευρώπης μπροστά στις ιστορικές ανατροπές. Η απάντηση δεν είναι εύκολη γιατί η πολιτική Ευρώπη βρίσκεται σε νηπιακή κατάσταση.
Μοιραία, λοιπόν, όσο εντείνεται ο διεθνής ανταγωνισμός για καλύτερη και πιο ισχυρή συμμετοχή στο ξαναμοίρασμα της πίτας, η Ευρώπη έχει χάσει αρκετά ερείσματα και θα χάσει ακόμα περισσότερα αν δεν αλλάξει τακτική. Ιδιαίτερα δε μετά το Brexit.
Όπως και να έχουν πλέον τα πράγματα, είναι κατάδηλο ότι στη νέα γεωπολιτική σκακιέρα, η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται μπροστά σε νέες προκλήσεις. Με την ανάδυση της Κίνας να είναι μια από αυτές και ίσως η πιο σοβαρή σε βάθος χρόνου.
Η Ευρώπη χρειάζεται έτσι μια νέα προσέγγιση, που να αναγνωρίζει την σοβαρότητα των προβλημάτων που θέτει η άνοδος της Κίνας και να σκιαγραφεί μια ευδιάκριτα ευρωπαϊκή, παρά αμερικανική, απάντηση. Για να γίνει αυτό, όμως, η Ευρώπη θα πρέπει να επιτύχει δύο στόχους που τόσο συχνά της διέφυγαν: Ενότητα και αυτονομία.