Το χρονικό:
Οι δρόμοι της πρωτεύουσας, στις 10 Ιανουαρίου 1962, είχαν γεμίσει από διάφορα έντυπα και προκηρύξεις ομάδων που κινούνταν στις παρυφές της Εκκλησίας και παρενέβαιναν με εξαιρετικά άκομψο τρόπο στη διαδοχή του αρχιεπισκόπου, λόγω της εκδημίας, προ διημέρου, του προκαθήμενου Θεοκλήτου Παναγιωτόπουλου.
Ένα από τα έντυπα αυτά, που τιτλοφορείτο «Τρεις Ιεράρχαι», ανέγραφε με «ξύλινα» γράμματα «Ζητούμεν άνδρα». Και εξηγούσε ότι ο ευσεβής λαός ζητεί αρχιεπίσκοπο «άνδρα υπό φυσιολογικήν έννοιαν, δια τον οποίον δεν θα βοά η κοινή γνώμη, ουδέ θα υπάρχει η ελαχίστη έστω υπόνοια για τον ανδρισμό του». Από δίπλα το περιοδικό «Ενορία» ζητούσε «να παύσουν ακολασταίνοντες οι διάφοροι ανάξιοι μνηστήρες και μάλιστα οι ομοφυλόφιλοι».
Στο στόχαστρό τους είχαν θέσει τον μητροπολίτη Αττικής Ιάκωβο, ο οποίος στη μάχη της διαδοχής φαινόταν να έχει την εύνοια όχι μόνο των Ανακτόρων αλλά και δύο υψηλόβαθμων κυβερνητικών παραγόντων, του αντιπροέδρου Παναγιώτη Κανελλόπουλου και του προέδρου της Βουλής Κωνσταντίνου Ροδόπουλου. Οι εν λόγω υποστηρικτές του δεν είχαν πληροφορηθεί ακόμα τότε τη δράση του κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, όταν βοηθούσε αντάρτες του ΕΛΑΣ, ούτε τις (αδιανόητες για το κλίμα της εποχής) αποστάσεις που τηρούσε κατά την περίοδο του Εμφυλίου, ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
«Διαμαρτυρόμεθα και αποκρούομεν τα εν τω λιβελλογραφήματι αναφερόμενα και δηλούμεν προς τον ευσεβή ελληνικόν λαόν, ότι άπαντα τα μέλη της Ιεραρχίας είναι άξια πάσης τιμής και ευλαβείας» απάντησαν, με ανακοίνωσή τους, την επόμενη ημέρα, 23 μητροπολίτες που στήριζαν την υποψηφιότητα Ιακώβου. Κι ο εκλεκτός τους, με την πάροδο δύο ακόμα ημερών, εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος με 32 ψήφους στην πρώτη και 33 στη δεύτερη ψηφοφορία.
Στην τελευταία, 20 ψήφους έλαβε ο μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, Χρυσόστομος και άλλες 4 ο Μαντινείας και Κυνουρίας, Γερμανός.
Η υπονόμευση άρχισε από την πρώτη στιγμή της εκλογής του, όταν στις 2.32 μ.μ. άνοιξαν οι θύρες της Μητροπόλεως Αθηνών για να εξέλθει ο νεοεκλεγείς προκαθήμενος. Η παραφωνία ήταν μικρή και προήρχετο από μία τριμελή ομάδα φοιτητών που επιχειρούσε μάταια να σκεπάσει το καθολικό «άξιος», με το «ανάξιος» που εκείνη φώναζε.
Ένας από τους τρεις κακοποιήθηκε από το πλήθος και συνελήφθη προσωρινά από τις αρχές. Όπως ανέφερε το αστυνομικό δελτίο ονομαζόταν Γεράσιμος Χρυσάφης κι είναι πολύ πιθανόν να επρόκειτο για τον μετέπειτα καθηγητή της Φιλοσοφικής και της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που έφερε το αυτό ονοματεπώνυμο.
Το επόμενο πρωί ενορχηστρώθηκαν οι επιθέσεις κατά του νεοεκλεγέντος αρχιεπισκόπου. Πρωτοστατούσε η γνωστή οργάνωση «Ζωή», επισημαίνοντας στο έντυπο της ότι «ότι «ο Απόστολος Παύλος τονίζει, προκειμένου μάλιστα περί αρχιερέως, ότι πρέπει να είναι ανεπίληπτος, ανώτερος και απρόσβλητος από κάθε κατηγορία» ενώ κατατέθηκαν ακόμα και μηνύσεις εναντίον του Ιακώβου από κύκλους αντίστοιχου προσανατολισμού.
Σε μία από αυτές, ως μάρτυρες κατηγορίας προτάθηκαν οι επώνυμοι των κύκλων της Δεξιάς Γεώργιος Κουρούκλης, απόστρατος στρατηγός και αδελφός του πατέρα της ηθοποιού Ζωής Λάσκαρη, Κωνσταντίνος Κούρκουλας (εκδότης του θρησκευτικού εντύπου «Ανάπλασις», μετέπειτα βασιλικός επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο και πατέρας των υφυπουργών των κυβερνήσεων Σημίτη και Σαμαρά, αντίστοιχα, Ελένης και Άλκη Κούρκουλα) καθώς και ο ναύαρχος ε.α. και πρώην υπουργός Αλέξανδρος Σακελλαρίου, καθώς και οι διευθυντές των δύο περιοδικών που διανέμονταν με κείμενα κατά του Ιακώβου πριν από την εκλογή του: Παναγιώτης Βαρυπομποπιώτης των «Τριών Ιεραρχών» και Ανδρέας Κεραμίδας της «Ενορίας».
Μηνυτής ήταν ο προϊστάμενος του ναού Αγίου Δημητρίου Αμπελοκήπων, Δαμασκηνός Γεωργακόπουλος ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στην πορεία των ανακρίσεων αλλά και των κινητοποιήσεων κατά του Ιακώβου -με την ομάδα του περί το περιοδικό «Ο Σταυρός»- ο μετέπειτα μητροπολίτης Φλωρίνης, Αυγουστίνος Καντιώτης.
Στους αντιπάλους του νεοεκλεγέντος αρχιεπισκόπου καταγραφόταν τότε και μερίδα αντιπολιτευομένων, όπως το Συγκρότημα Λαμπράκη, που εξέδιδε «Το Βήμα», «Τα Νέα» και τον «Ταχυδρόμο» και ο βουλευτής, τότε, της Ενώσεως Κέντρου Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.