Η σύντομη περίοδος με τις ευοίωνες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας μπορεί να φθάνει στο τέλος της.
Η μεταποιητική δραστηριότητα εξασθενεί σε όλο τον κόσμο. Η Ευρώπη διολίσθησε σε ήπια ύφεση νωρίτερα φέτος. Η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη της Κίνας μετά τα lockdowns για την πανδημία δεν έχει έρθει. Πολλές αναδυόμενες αγορές συνεχίζουν να δυσκολεύονται με τα δανειακά βάρη και τα υψηλά επιτόκια.
Παρόλα αυτά, οι κεντρικοί τραπεζίτες και οι υπουργοί Οικονομικών της G20 που συγκεντρώνονται αυτή την εβδομάδα στο Γκαντιναγκάρ της Ινδίας μπορούν από πολλές απόψεις να ανασάνουν με ανακούφιση. Ο γενικός πληθωρισμός υποχωρεί. Οι αγορές εργασίας σε πολλές χώρες παραμένουν ισχυρές. Πολλά από τα χειρότερα σενάρια για τα οποία οι αξιωματούχοι έδιναν έμφαση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πέρυσι -από έναν καταιγισμό χρεοκοπιών σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο έως μια βαθιά ύφεση στην Ευρώπη- δεν έχουν επαληθευτεί.
Το ερώτημα τώρα για τους κορυφαίους οικονομικούς αξιωματούχους του κόσμου είναι αν μπορούν να συνεχίσουν να αποφεύγουν τις χειρότερες συνέπειες από τις απειλές που αντιμετωπίζουν, από την περιοριστική νομισματική πολιτική έως την επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου.
«Ενώ οι προοπτικές δεν είναι ξεκάθαρες βραχυπρόθεσμα, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία παραμένουν δυσοίωνες», σύμφωνα με την Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η υποτονική ανάπτυξη της Κίνας προβληματίζει
Ενώ οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση της Wall Street Journal αναμένουν ότι η Κίνα θα ανακοινώσει τη Δευτέρα ανάπτυξη γύρω στο 7% για το β΄ τρίμηνο, οι αξιωματούχοι ανά τον κόσμο εξακολουθούν να παρακολουθούν προσεκτικά τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Τον περασμένο μήνα, οι κινεζικές εξαγωγές μήνα συρρικνώθηκαν κατακόρυφα σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα, ενώ ο πληθωρισμός παρέμεινε αμετάβλητος -ένα σημάδι αδύναμης ζήτησης που αυξάνει τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού. Ενώ οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο αυξάνουν τα επιτόκια, η κινεζική τα έχει μειώσει σε μια προσπάθεια να τονώσει την οικονομία.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου σήμερα Κυριακή ενόψει των συναντήσεων της G20, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν δήλωσε ότι ενημερώθηκε για τα οικονομικά σχέδια της Κίνας όταν βρέθηκε στο Πεκίνο την περασμένη εβδομάδα.
«Φυσικά είναι σημαντικό για την παγκόσμια οικονομία. Η Κίνα είναι ένας πολύ σημαντικός εισαγωγέας για πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, οπότε όταν η κινεζική ανάπτυξη επιβραδύνεται έχει αντίκτυπο στην ανάπτυξη πολλών χωρών. Και το βλέπουμε αυτό», ανέφερε.
Είπε επίσης ότι θα ήταν «πρόωρο» για την κυβέρνηση Μπάιντεν να εξετάσει το ενδεχόμενο άρσης των δασμών στις κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ αξίας άνω των 350 δισ. δολαρίων.
Η επιβράδυνση των κινεζικών εξαγωγών και του παγκόσμιου εμπορίου αντανακλά εν μέρει τις συνέπειες των υψηλών επιτοκίων και την επιστροφή των καταναλωτών στις υπηρεσίες μετά την έντονη αγορά αγαθών κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ωστόσο, ορισμένοι οικονομολόγοι ανησυχούν για μια πιο επίμονη αντίσταση στο εμπόριο και την ανάπτυξη, καθώς οι ΗΠΑ και η Κίνα προσπαθούν να δημιουργήσουν απόσταση μεταξύ των οικονομιών τους.
Μετατόπιση των γραμμών παραγωγής
Πολλές πολυεθνικές εταιρείες έχουν διερευνήσει τη μετατόπιση τμημάτων των δραστηριοτήτων τους εκτός Κίνας, μεταξύ άλλων στην Ινδία, ενώ οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους προσφέρουν νέα κίνητρα για τη μεταφορά ορισμένων μορφών παραγωγής. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κίνα, βασική πηγή ανάπτυξης και μεγέθυνσης, κατέρρευσαν το α΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Ο αναπροσανατολισμός των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού αναμένεται να διαρκέσει πολλά χρόνια, επηρεάζοντας ενδεχομένως την ανάπτυξη στην Κίνα και αυξάνοντας τις τιμές για τους καταναλωτές ανά τον κόσμο μακροπρόθεσμα.
«Πρόκειται για μια αργή διαδικασία επειδή δεν υπάρχει υποδομή ή οικοσύστημα στη νοτιοανατολική Ασία που να μπορεί να αναπαράγει γρήγορα την αποτελεσματικότητα που παρέχει η κινεζική αγορά», επισημαίνει ο Νάιραβ Πατέλ, διευθύνων σύμβουλος της συμβουλευτικής εταιρείας The Asia Group.
Τα βλέμματα στραμμένα στη Fed
Για την παγκόσμια οικονομία που κινείται με άρμα το αμερικανικό δολάριο, οι ενδείξεις της περασμένης εβδομάδας ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ έχει υποχωρήσει σημαντικά από την περυσινή κορύφωση είναι ενθαρρυντικές, ωστόσο πολλοί οικονομικοί αξιωματούχοι παραμένουν σε εγρήγορση αναφορικά με τις κινήσεις της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ.
Η Fed αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια και πάλι στην προσεχή συνεδρίασή της τον Ιούλιο. Όμως το πόσο περαιτέρω θα μπορούσε να αυξήσει τα επιτόκια -και πόσο καιρό τα επιτόκια θα μπορούσαν να παραμείνουν αυξημένα- παραμένει αβέβαιο, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Fed αντιμετωπίζουν τον επίμονα υψηλό δομικό πληθωρισμό. Ο απόηχος της κατάρρευσης της Silicon Valley Bank και της Signature Bank αυτή την άνοιξη έχει επίσης συσφίγξει τις πιστωτικές συνθήκες στις ΗΠΑ, επιβαρύνοντας ενδεχομένως την ανάπτυξη.
«Η εμπειρία μου στις συναντήσεις της G-20 είναι ότι όταν η Fed αναφέρεται στην αμερικανική οικονομία και τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ, η αίθουσα είναι ήσυχη και οι άνθρωποι κάθονται στην άκρη των καθισμάτων τους», αναφέρει ο Νέιθαν Στις, επικεφαλής οικονομολόγος για όλο τον κόσμο της Citi και πρώην αξιωματούχος της Fed και του υπουργείου Οικονομικών.
Οι ισχυρές προσλήψεις και οι καταναλωτικές δαπάνες μέχρι στιγμής έχουν οδηγήσει ορισμένους οικονομολόγους που συμμετείχαν στη δημοσκόπηση της Wall Street Journal να αναθεωρήσουν τις εκτιμήσεις τους για ύφεση στις ΗΠΑ, όμως οι περισσότεροι εξακολουθούν να προβλέπουν ότι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα εισέλθει σε ύφεση μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
Οι οικονομίες χαμηλού εισοδήματος παραμένουν σε κίνδυνο
Η άνοδος των επιτοκίων στις ΗΠΑ πέρυσι προσέλκυσε κεφάλαια σε περιουσιακά στοιχεία σε αμερικανικό δολάριο, ανεβάζοντας δραματικά την αξία του. Κάτι που δημιούργησε προβλήματα σε πολλές χώρες με χαμηλό εισόδημα που χρησιμοποιούν το δολάριο για να πληρώσουν τα χρέη τους, καθώς και για να εισάγουν τρόφιμα και ενέργεια.
Ενώ το δολάριο έχει ανακτήσει πολλά από αυτά τα κέρδη φέτος, το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι η αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία της Fed δημιουργεί για τις φτωχότερες χώρες τον κίνδυνο περαιτέρω ανατίμησης του δολαρίου. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, περισσότερες από τις μισές χώρες χαμηλού εισοδήματος και περίπου το ένα τέταρτο των χωρών μεσαίου εισοδήματος βρίσκονται σε δυσχερή κατάσταση με το χρέος τους ή διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να βρεθούν σε δυσχερή θέση.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιβάρυνε επίσης τις χώρες χαμηλού εισοδήματος, διακόπτοντας τον εφοδιασμό σε τρόφιμα και ενέργεια και ανεβάζοντας τον πληθωρισμό σε όλο τον κόσμο. Ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος, οι πιέσεις αυτές θα μπορούσαν να επανεμφανιστούν. Η οικονομία της Ευρώπης, η οποία υπέφερε πέρυσι καθώς η Ρωσία διέκοψε την παροχή φυσικού αερίου, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη.
«Τα σοκ θα έρθουν, αλλά δεν ξέρουμε ποια σοκ θα έρθουν», είχε υπογραμμίσει η Μαγκνταλέν Ρζεσζκόβσκα, υπουργός Οικονομικών της Πολωνίας, σε συνέντευξή της την περασμένη άνοιξη. «Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα αναφορικά με το μέλλον».