Ο πληθωρισμός των τροφίμων όχι μόνο δεν έχει υποχωρήσει, αλλά οι τιμές αναμένεται ότι θα παραμείνουν υψηλές για αρκετό καιρό ακόμη, προειδοποιούν διεθνείς οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και αναλυτές της αγοράς. Πρόκειται για εξέλιξη που απειλεί την επισιτιστική ασφάλεια, προκαλεί κοινωνικές εντάσεις και πλήττει τους λογαριασμούς των νοικοκυριών και τα δημοσιονομικά των κυβερνήσεων –ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Το μεγαλύτερο καμπανάκι κινδύνου έκρουσε η Παγκόσμια Τράπεζα σε τελευταία της έκθεση για την επισιτιστική ασφάλεια, η οποία είδε το φως της δημοσιότητας τον Ιανουάριο του 2023. Την ίδια στιγμή, παραμένουν πέντε μεγάλοι κίνδυνοι για τις τιμές των τροφίμων: το κόστος των λιπασμάτων, το κόστος της ενέργειας, ο κίνδυνος να τερματιστεί η συμφωνία για εξαγωγή σιτηρών από την Ουκρανία, η κλιματική αλλαγή, αλλά και η κερδοσκοπία.
Εάν μάλιστα προστεθεί στα ακριβά τρόφιμα και το ράλι των τιμών της ενέργειας, τότε δημιουργείται εκρηκτικό κοκτέιλ που βάζει φωτιά στις τσέπες των νοικοκυριών τα οποία προσπαθούν να περικόψουν τις δαπάνες από όπου αλλού μπορούν.
Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας και με βάση τα στοιχεία του Νοεμβρίου του 2022, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα κατέγραψαν μέση αύξηση κατά 15,3% σε ετήσια ονομαστική βάση. Στην Κύπρο η αύξηση αυτή έφτασε το 15,5%, στο Βέλγιο το 14,5%, στη Γαλλία το 13,3%, στη Γερμανία το 21%, στην Ιρλανδία το 11,7%, στην Ιταλία το 13,7%, στην Ολλανδία το 15,7%, στην Πορτογαλία το 20,6%, στην Ισπανία το 15,7%, στην Ελβετία το 4,4%, στη Βρετανία το 16,7% και στις ΗΠΑ το 10,6%. Σε πραγματική βάση ωστόσο, οι αυξήσεις αυτές είναι πολύ μεγαλύτερες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ο παράγοντας πόλεμος
Οι κίνδυνοι για την επισιτιστική ασφάλεια παραμένουν μεγάλοι. Οι τιμές των τροφίμων ήταν ήδη αυξημένες πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις αρχές του περασμένου έτους, λόγω της ξηρασίας αλλά και των προβλημάτων στην παραγωγή που είχαν συνδεθεί τότε ευθέως με την πανδημία.
Στη συνέχεια, οι τιμές των τροφίμων και της εκμετάλλευσης καλλιεργειών εκτοξεύτηκαν επειδή η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας λιπασμάτων στον κόσμο και ο πόλεμος μαζί με τις κυρώσεις οδήγησαν σε μεγάλες ανατιμήσεις στα λιπάσματα. Ταυτόχρονα, η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου, που αποτελεί βασικό συστατικό για την παραγωγή σε αζωτούχα λιπάσματα προκάλεσε επίσης πίεση στις γεωργικές αγορές, δείχνουν στοιχεία των Φαινάνσιαλ Τάιμς. Η πανάκριβη ενέργεια αύξησε και το κόστος επεξεργασίας άλλων τροφίμων.
Η περσινή συμφωνία μεταξύ Μόσχας και Κιέβου για να διακινούνται πιο ελεύθερα τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη μείωση των τιμών, μαζί με τις άφθονες προμήθειες από τη Ρωσία, ενώ οι χαμηλότερες τιμές φυσικού αερίου αποκλιμάκωσαν τις ανατιμήσεις στις αγορές λιπασμάτων.
Οι μεγάλοι κίνδυνοι
Τώρα όμως οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η συμφωνία για τα σιτηρά θα μπορούσε να τερματιστεί. Επίσης οι ασταθείς τιμές της ενέργειας και η κλιματική αλλαγή απειλούν με τη σειρά τους να υπονομεύσουν την παραγωγή τροφίμων και τις καλλιέργειες.
Επίσης οι συνεχείς αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός έχει επηρεάσει και τη χρηματοδότηση εταιρειών τροφίμων και καλλιεργητών. Επιπλέον, εταιρείες τροφίμων βρίσκουν την ευκαιρία και να κερδοσκοπούν αυξάνοντας τις τιμές.
Ανησυχεί (και) το ΔΝΤ
Έκθεση του Δεκεμβρίου 2022 που δημοσιεύθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έδειξε ότι οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων αναμένεται να παραμείνουν υψηλές λόγω του πολέμου, του ενεργειακού κόστους και των καιρικών φαινομένων.
Οι τιμές ρεκόρ αύξησαν την επισιτιστική ανασφάλεια, αύξησαν τις κοινωνικές εντάσεις και πίεσαν τους προϋπολογισμούς των χωρών που βασίζονται στις εισαγωγές τροφίμων, αναφέρεται. Για να κατανοήσουν καλύτερα την κλίμακα αυτών των προκλήσεων για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι συντάκτες της έκθεσης ποσοτικοποίησαν τέσσερις σημαντικές κινητήριες δυνάμεις που οδήγησαν σε άνοδο των τιμών ειδικά των δημητριακών.
Πρόκειται για το σοκ στην παραγωγή λιπασμάτων, την άνοδο των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου λόγω του πολέμου, τα προβλήματα στην παραγωγή και την άνοδο των επιτοκίων στις ΗΠΑ, όπως αναφέρει στην έκθεση του ΔΝΤ για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές.
Η μελέτη επικεντρώνεται στα δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι, ρύζι και ορισμένες μικρότερες καλλιέργειες) που είναι κοινά όσον αφορά την κατανάλωση των πληθυσμών και είναι δύσκολο να αντικατασταθούν. Οι ερευνητές διεξήγαγαν οικονομετρική ανάλυση χρησιμοποιώντας μηνιαία δεδομένα από τις βάσεις δεδομένων της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Haver Analytics, του δείκτη πληθωρισμού του ΔΝΤ CPI και του συστήματος τιμών Primary Commodity Price System , αναφέρει η Παγκόσμια Τράπεζα.