Ένα νέο πακέτο μέτρων, η έκταση και η σύνθεση του οποίου θα εξαρτηθεί από την καλή πορεία της οικονομίας τους πρώτους μήνες του χρόνου, επεξεργάζεται το Υπουργείο Οικονομικών.
Οι πηγές χρηματοδότησης
Από την εξέλιξη των τιμών της ενέργειας προκύπτει νέος δημοσιονομικός χώρος από δύο πηγές. Η πρώτη είναι το 1 δισ. ευρώ, το οποίο έχει προβλεφθεί για επιδοτήσεις ρεύματος, στον Προϋπολογισμό του 2023. Η αρχική εκτίμηση του ΥΠΟΙΚ με βάση τις τιμές του φυσικού αερίου του Νοεμβρίου (110 ευρώ / μεγαβατώρα) ήταν ότι περίπου 600 εκατ. ευρώ από το 1 δισ. δεν θα χρειαστεί για επιδοτήσεις ρεύματος. Ωστόσο, υπήρχε ένας προβληματισμός, αν το ποσό αυτό μπορούσε να αποδεσμευτεί από την αρχή του χρόνου. Σήμερα, με την τιμή να έχει υποχωρήσει σημαντικά είναι πιο εύκολο να γίνει η αποδέσμευση αυτή νωρίτερα.
Ποια μέτρα εξετάζονται
Με δεδομένο ότι δεν θα υπάρξει κάποια απότομη ανατροπή στις τιμές ενέργειας, στο τραπέζι για το επόμενο διάστημα εξετάζονται δύο μέτρα.
Το ένα είναι έκτακτο. Αφορά το κλείσιμο εκκρεμότητας, με τα αναδρομικά των επικουρικών και των δώρων. Η λύση στην οποία προσανατολίζεται το οικονομικό επιτελείο είναι να δοθούν τα οφειλόμενα σε όλους τους δικαιούχους, αλλά σε τέσσερις ισόποσες δόσεις, αφού το δημοσιονομικό κόστος φτάνει τα 2,4 δισ. ευρώ και, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν μπορεί να το αντέξει ο Προϋπολογισμός ενός έτους και ειδικά αυτός του 2023. Η εφαρμογή του μέτρου δεν αναμένεται να συναντήσει τις διαφωνίες των θεσμών, καθώς η συγκεκριμένη εκκρεμότητα επαναλαμβάνεται σε κάθε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως ένας από τους δημοσιονομικούς κινδύνους για τους μελλοντικούς προϋπολογισμούς.
Το μόνιμο μέτρο που εξετάζεται είναι η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,6%, ώστε να υλοποιηθεί στο σύνολό της, η προεκλογική δέσμευση της Ν.Δ. για τη μείωση των ασφαλιστικών κατά 5%. Η σχετική δαπάνη υπολογίζεται περίπου στα 450-500 εκατ. ευρώ και μπορεί να καλυφθεί από μόνιμα επαναλαμβανόμενα φορολογικά έσοδα, που προκύπτουν από την αύξηση του ΑΕΠ. Επίσης, θεωρείται ένα μέτρο το οποίο μπορεί να γίνει αποδεκτό και από τους θεσμούς, με δεδομένο ότι αφενός χρηματοδοτείται από επαναλαμβανόμενους πόρους και αφετέρου είναι καθαρά αναπτυξιακό. Τούτο με δεδομένο ότι θα βοηθήσει να μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος και κατά συνέπεια να αυξηθεί η απασχόληση και να μειωθεί η ανεργία , η οποία παρά την πτώση της τα τελευταία χρόνια είναι από τις υψηλότερες της Ευρώπης.