Για αύξηση στο ποσοστό εμφάνισης καρκίνου ακόμα και έως 33% κάνει λόγο έρευνα που διενεργήθηκε από την Ιατρική Σχολή Κεκ του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνια (USC) από την έκθεση σε «παντοτινά χημικά», τα οποία ανιχνεύονται στο νερό της βρύσης.
Οι πολυφθοροαλκυλικές ουσίες, (PFAS), τα γνωστά πλέον «παντοτινά χημικά», εντοπίζονται σχεδόν στο ήμισυ – 45% – των αποθεμάτων πόσιμου νερού στις Ηνωμένες Πολιτείες και συνδέονται σύμφωνα με τους ερευνητές με την αύξηση στη συχνότητα ορισμένων καρκίνων του πεπτικού, του ενδοκρινικού, του αναπνευστικού, του στόματος και του λαιμού.
Η έκθεση που δημοσιεύτηκε στο Journal of Exposure Science and Environmental Epidemiology είναι η πρώτη, η οποία μελετά τον καρκίνο και τη μόλυνση του πόσιμου νερού από PFAS στις ΗΠΑ, ενώ παλαιότερη έρευνα είχε συνδέσει της επιβλαβείς ουσίες με σειρά προβλημάτων υγείας όπως καρκίνος νεφρών, μαστού και όρχεων.
Τα ευρήματα των ειδικών αποκάλυψαν ότι τα ποσοστά καρκίνου σε κομητείες της Νέας Υόρκης και της Καλιφόρνια κυμάνθηκαν σε ποσοστό από 2% ως 33%, με την ομάδα να εκφράζει ανησυχία για το υπερφθοροβουτανοσουλφονικό οξύ (PFBS), έναν τύπο PFAS που σχετίζεται με καρκίνο του στόματος και του λαιμού.
Όπως αναφέρει η μελέτη, οι άνδρες σε περιοχές με υψηλά επίπεδα PFAS εμφάνισαν αυξημένες περιπτώσεις λευχαιμίας και καρκίνου που επηρεάζουν το ουροποιητικό σύστημα, τον εγκέφαλο και τα μαλακά μόρια. Την ίδια ώρα, οι γυναίκες στις ίδιες περιοχές αντιμετώπισαν σε μεγαλύτερο ποσοστό καρκίνο του θυρεοειδούς, του στόματος, του λαιμού και των μαλακών μορίων.
«Αυτά τα ευρήματα μας επιτρέπουν να βγάλουμε ένα αρχικό συμπέρασμα σχετικά με τη σχέση μεταξύ ορισμένων σπάνιων καρκίνων και PFAS», δήλωσε ο Σιγουέν Σέρλοκ Λι, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Τμήμα Επιστημών Πληθυσμού και Δημόσιας Υγείας στην Ιατρική Σχολή Κεκ και επικεφαλής συντάκτης της μελέτης.
«Ορισμένα PFAS που έχουν μελετηθεί λιγότερο πρέπει να παρακολουθούνται περισσότερο και οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να σκεφτούν άλλα PFAS που μπορεί να μην έχουν ακόμη ελεγχθεί αυστηρά», συμπλήρωσε.
Με το πλύσιμο και με την επαφή με το δέρμα, ο άνθρωπος εκτίθεται στις βλαβερές ουσίες και ακόμα και μικρές ποσότητες αυτών μπορούν να εισχωρήσουν στον οργανισμό οδηγώντας σε πιθανές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία.