Παράνομη κρίθηκε, με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείο Βόλου, η επιστροφή των συνταξιούχων και παράλληλα εργαζομένων στο μισθό του κλιμακίου των νεοδιοριζόμενων στο Δημόσιο τομέα, όπως παράνομη κρίθηκε και η επιστροφή των μισθών που ήδη έλαβαν από την ημέρα συνταξιοδότησής τους.
Το Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την αγωγή τριών συνταξιούχων – εργαζομένων στην «Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Μείζονος Περιοχής Βόλου» (Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β.).
Αναλυτικότερα, η υπόθεση που απασχόλησε το Πρωτοδικείο, αφορούσε τρεις εργαζόμενους, οι οποίοι παρέμειναν στην εργασία τους ως εργαζόμενοι αορίστου χρόνου μετά τη συνταξιοδότηση τους, λαμβάνοντας μειωμένη σύνταξη κατά ποσοστό 30%, όπως ο νόμος τους δίνει το σχετικό δικαίωμα.
Ωστόσο, ταυτόχρονα με τη μείωση της σύνταξής τους, η Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β. αποφάσισε αρχικά τη μείωση των τακτικών τους αποδοχών κατατάσσοντάς τους στο εισαγωγικό μισθολογικό κλιμάκιο του ενιαίου μισθολογίου, επικαλούμενη σχετική εγκύκλιο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Στη συνέχεια η Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β. έκανε ένα ακόμα βήμα και τους απέλυσε με την αιτιολογία ότι για τους συνταξιούχους ο οργανισμός της Δημοτικής Επιχείρησης Κοινωφελούς χαρακτήρα (Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου) προβλέπει την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης εργασίας τους.
Ωστόσο, το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου με την με αριθμό 8/2024 απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή των εργαζομένων, κρίνοντας άκυρη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους και υποχρέωσε την Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β. «να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία των εργαζομένων, με τα ίδια καθήκοντα και αρμοδιότητες» που είχαν πριν την απόλυση τους, δηλαδή να επιστρέψουν στις εργασιακές θέσεις που είχαν πριν τη παράνομη απόλυσή τους.
Ακόμη, το δικαστήριο υποχρέωσε την Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β., αφενός να καταβάλλει τους μισθούς υπερημερίας στους παράνομα απολυμένους και αφετέρου να τους καταβάλει τη μισθολογική διαφορά, που παράνομα παρακράτησε.
Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο αφού έκρινε άκυρη την απόλυση τους με το σκεπτικό ότι η επιχείρηση δεν είχε τη δυνατότητα να τους απολύσει λόγω της συνταξιοδότησης τους επικαλούμενη διάταξη του Οργανισμού της, καθώς η διάταξη αυτή ως ρήτρα μονιμότητας έχει καταργηθεί με την Π.Υ.Σ. 6/2012.
Παράλληλα, αναφορικά με το θέμα της επιστροφής των εργαζομένων-συνταξιούχων στο μισθολογικό κλιμάκιο των νεοδιοριζόμενων, το δικαστήριο έκρινε ότι παρά τις θέσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η μείωση του μισθού των συνταξιούχων καταστρατηγεί τη διάταξη του άρθρου 11 του ν. 4354/2015 στο οποίο γίνεται «αποκλειστικά λόγος για μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων από κατώτερο σε ανώτερο μισθολογικά κλιμάκιο και όχι το αντίστροφο, ήτοι για μετάπτωση του υπαλλήλου, από ανώτερο σε κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο».
Μάλιστα, υπογραμμίζει στην απόφασή του το δικαστήριο, η διαφορετική ερμηνεία της συγκεκριμένη ρύθμισης «θα είχε ως αποτέλεσμα ο μισθωτός, ο οποίος συνταξιοδοτείται, αλλά συνεχίζει να εργάζεται στον ίδιο εργοδότη, να στερείται νόμιμες απολαβές, τις οποίες είχε ήδη κατοχυρώσει πριν τη συνταξιοδότηση του, για την παροχή, και μετά την απονομή σύνταξης, ίσης ποσότητας και ίδιας ποιότητας εργασία και οι οποίες (απολαβές) είχαν ήδη υπολογιστεί (αναγνωριστεί) με βάση την εργασιακή του εμπειρία (προϋπηρεσία) και άρα την αποδοτικότητα του, ήτοι στοιχεία τα οποία είχαν αναγνωριστεί πριν την αναγνώριση του δικαιώματος απονομής σύνταξης και τα οποία δεν μεταβάλλονται από το γεγονός και μόνο της αναγνώρισης του δικαιώματος αυτού».
Οι συνταξιούχοι «τιμωρούνται» με μείωση μισθού
Οι δικηγόροι των συνταξιούχων – εργαζομένων, που χειρίστηκαν την υπόθεση, Σπύρος Μπαλατσούκας και Δημήτρης Βαλαβάνης σε δήλωσή τους, επισημαίνουν ότι «η επίμαχη απόφαση του Πρωτοδικείου, η οποία είναι η πρώτη τακτικού δικαστηρίου (υπάρχουν και προηγούμενες αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων που έχουν εκδοθεί για το θέμα αυτό) επιλύει το πολύ σοβαρό μισθολογικό πρόβλημα που προκάλεσε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους σε πλήθος εργαζομένων που ως συνταξιούχοι επέλεξαν την παραμονή στην εργασία τους» και προσθέτουν: «Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, με την αυθαίρετη ερμηνεία του οδηγεί σε οικονομικό στραγγαλισμό συνταξιούχων που για την ενίσχυση του εισοδήματος τους επέλεξαν την συνέχιση της εργασίας τους, καθώς πέραν της μείωσης της σύνταξης τους «τιμωρούνται» και με μείωση του μισθού τους. Ωστόσο η ερμηνεία των νόμων αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Την ερμηνεία αυτή καλούμε το αρμόδιο υπουργείο Οικονομικών να τη νομοθετήσει αποκαθιστώντας τη μισθοδοσία και απαλλάσσοντας εκατοντάδες συνταξιούχους – εργαζομένους από την υποχρέωση επιστροφής μεγάλων χρηματικών ποσών ως «αχρεωστήτως καταβληθέντων».