Η παχυσαρκία και ο διαβήτης αυξάνονται παγκοσμίως. Μόνο στη Γερμανία περίπου οι μισοί από τους ενήλικες είναι υπέρβαροι. Σχεδόν ένας στους πέντε είναι μάλιστα παχύσαρκος. Περισσότερο από το 7% του συνολικού πληθυσμού πάσχει από διαβήτη – και η τάση είναι αυξητική. Ωστόσο, η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης δεν αρρωσταίνει μόνο τους ανθρώπους, αλλά κοστίζει επίσης ακριβά στο κοινωνικό σύνολο είτε επειδή αυξάνει το κόστος ασφάλισης υγείας είτε επειδή προκαλεί έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκονται τα ποτά με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Η κατανάλωση αναψυκτικών, κόκα-κόλας, ενεργειακών ποτών και παρόμοιων θεωρείται μία από τις κύριες αιτίες της αύξησης του αριθμού των υπέρβαρων ανθρώπων παγκοσμίως. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) συνιστά εδώ και καιρό να φορολογούνται ξεχωριστά τα εν λόγω ποτά. Ο υπουργός Διατροφής και Γεωργίας Τζεμ Έζντεμιρ από το κόμμα των Πρασίνων είναι επίσης υπέρ ενός τέτοιου μέτρου και έχει την υποστήριξη 9 από τα 16 γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια, που καλούν την κυβέρνηση να εξετάσει την υιοθέτηση ενός τέτοιου φόρου.
Τι θα φέρει ένας «φόρος ζάχαρης»;
Τον περασμένο Νοέμβριο το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου έδειξε σε μελέτη πόσο αποτελεσματικός θα ήταν ένας ειδικός φόρος στα ζαχαρούχα ποτά στη Γερμανία. Οι επιστήμονες υπολογίζουν ότι τα επόμενα 20 χρόνια θα μπορούσαν να αποφευχθούν έως και 240.000 περιπτώσεις διαβήτη τύπου 2. 17.000 έως 30.000 θάνατοι θα μπορούσαν να αποφευχθούν ή τουλάχιστον να καθυστερήσουν σημαντικά. Κατά την ίδια περίοδο, θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν συνολικά έως και 16 δις ευρώ, 4 δις εκ των οποίων μόνο στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, για παράδειγμα επειδή θα μπορούσαν να αποφευχθούν ασθένειες που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Ο αριθμός των ημερών ασθενείας και των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων λόγω υγείας θα μειωνόταν σημαντικά, όπως και ο αριθμός των θανάτων μεταξύ ατόμων σε ηλικία εργασίας. Αλλά και η οικονομία συνολικά θα μπορούσε να ωφεληθεί τα μάλλα από έναν τέτοιο φόρο.
Μια πρόσφατη μελέτη που έγινε από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ με περίπου 6.000 πειραματόζωα οδήγησε στη διαπίστωση ότι η επιβολή φόρου στα ζαχαρούχα ποτά μειώνει τον δείκτη μάζας σώματος των παιδιών και των εφήβων ειδικότερα. Ερευνητές του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου επισημαίνουν επίσης ότι η κατανάλωση ζαχαρούχων ποτών είναι υψηλότερη στους εφήβους και ότι οι επιπτώσεις ενός τέτοιου φόρου στην υγεία θα ήταν επομένως ακόμη υψηλότερες σε αυτή την ηλικιακή ομάδα από ό,τι ο μέσος όρος.
Πάνω από 50 χώρες παγκοσμίως έχουν πλέον θεσπίσει φόρο στα αναψυκτικά, όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Πολωνία, καθώς και η Ινδία, η Νότια Αφρική, η Χιλή και η Σαουδική Αραβία. Μερικά παραδείγματα: Η Νορβηγία έχει μια ιδιαίτερα μακρά ιστορία επιβολής φόρων στα γλυκά. Υπήρχε ήδη φόρος στη ζάχαρη το 1922, που ισχύει επίσης και για τα τεχνητά γλυκαντικά. Η γειτονική Σουηδία είναι επίσης ευτυχής γι’ αυτό, καθώς πολλοί Νορβηγοί αρέσκονται να περνούν τα σύνορα για να αγοράσουν σοκολάτα. Το 2018, η κυβέρνηση στο Όσλο αύξησε δραστικά τον φόρο για άλλη μια φορά, κατά περίπου 80%. Το αποτέλεσμα ήταν η μείωση πωλήσεων αναψυκτικών στη Νορβηγία. Το μακρινό Μεξικό φορολογεί τα ζαχαρούχα αναψυκτικά με ένα πέσο (πέντε λεπτά) ανά λίτρο από το 2014. Αυτό αντιστοιχεί σε φορολογική επιβάρυνση περίπου κατά 10%. Παρόλο που η αγορά κόκα-κόλας και αναψυκτικών μειώθηκε αισθητά το επόμενο έτος, το μοντέλο θεωρήθηκε επιτυχημένο για χρόνια. Ωστόσο, πολλοί καταναλωτές στράφηκαν στη συνέχεια σε χυμούς φρούτων και ζαχαρούχα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα οποία δεν υπόκεινται στον φόρο ζάχαρης, γεγονός που ακύρωσε τουλάχιστον εν μέρει τα οφέλη ενός τέτοιου φόρου για την υγεία.
Στην Ινδία ισχύει επίσης το μέτρο. Τα ποτά με πρόσθετη ζάχαρη περιλαμβάνονται στην υψηλότερη φορολογική κατηγορία, δηλαδή στο 28%, γεγονός που τα τοποθετεί στην ίδια φορολογική κλίμακα με τα πολυτελή αυτοκίνητα και τα προϊόντα καπνού. Σε αυτήν υπόκεινται όλα τα ποτά στα οποία προστίθεται ζάχαρη κατά την παραγωγή. Το αποτέλεσμα είναι οι τιμές αυτών των ποτών να έχουν αυξηθεί, γεγονός που επέφερε μείωση της κατανάλωσης. Ωστόσο, δεν δόθηκε κανένα κίνητρο στους παρασκευαστές να μειώσουν την ποσότητα ζάχαρης στα ποτά που συνεχίζουν να πωλούνται.
Ιδανική λύση ο κλιμακωτός φορολογικός συντελεστής;
Πρότυπο για τη Γερμανία θα μπορούσε να αποτελέσει το Ηνωμένο Βασίλειο. Το 2018 η κυβέρνηση του Λονδίνου εισήγαγε έναν κλιμακωτό φορολογικό συντελεστή ζάχαρης. Από 5 γραμμάρια ζάχαρης ανά 100 χιλιοστόλιτρα και άνω χρεώνονται με 18 πένες ανά λίτρο, και 24 πένες για οκτώ γραμμάρια ή περισσότερο. Αυτό δεν έχει οδηγήσει μόνο σε σημαντική μείωση της κατανάλωσης αλλά δημιουργεί επίσης κίνητρο για τους παρασκευαστές να μειώσουν σημαντικά την περιεκτικότητα των αναψυκτικών τους σε ζάχαρη, προκειμένου να εξοικονομήσουν φόρους. Πολλοί παρασκευαστές το έχουν ήδη κάνει αυτό ως απότοκο της νέας νομοθεσίας.
Στη Γερμανία υπήρξε μέχρι στιγμής δέσμευση των παρασκευαστών να μειώσουν τη ζάχαρη στα ποτά τους σε εθελοντική βάση με λίγες συνέπειες. Κατά μέσο όρο, η περιεκτικότητα σε ζάχαρη στα αναψυκτικά και τα ενεργειακά ποτά έχει μειωθεί μόνο κατά 2% από τότε. Οι χώρες με κλιμακωτό φορολογικό συντελεστή στη ζάχαρη έχουν πολύ καλύτερα ποσοστά επιτυχίας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, η περιεκτικότητα σε ζάχαρη στα αναψυκτικά, τις κόκα-κόλες και τα συναφή μειώθηκε κατά μέσο όρο κατά 29% τα πρώτα τρία χρόνια. Και η προαναφερθείσα προσομοίωση του Τεχνικού Πανεπιστημίου του Μονάχου το αποδεικνύει επίσης αυτό: Εάν οι παρασκευαστές φορολογούνται ανάλογα με την ποσότητα της ζάχαρης, τα αποτελέσματα είναι μεγαλύτερα.
Πηγή: Deutsche Welle