Πενήντα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, η δημοκρατία δείχνει να παραπαίει στο επίπεδο της λαϊκής εμπιστοσύνης απέναντι της και αυτό είναι πολύ κακό νέο.
Σύμφωνα με τελευταία έρευνα της Public Issue, μόνον το 9% των πολιτών εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα και σχεδόν μόνον δύο Έλληνες στους δέκα έχουν εμπιστοσύνη στο Κοινοβούλιο.
Ακόμα χειρότερα, μόλις τρεις Έλληνες στους δέκα εμπιστεύονται τη δικαιοσύνη και τους δικαστές και το 54% των πολιτών δεν έχει εμπιστοσύνη στην Αστυνομία.
Τέλος, η Βουλή, στην ίδια έρευνα, βαθμολογείται με ποσοστό εμπιστοσύνης 18%, που είναι το δεύτερο χαμηλότερο μετά το περίφημο 11% του 2011, χρονιά που οργίαζαν στην Ελλάδα, «οι αγανακτισμένοι» και όλοι αυτοί που τροφοδοτούσαν την πλήρη απαξίωση της δημοκρατίας. Απαξίωση η οποία δεν είναι τυχαία. Οι ρίζες της είναι βαθύτατες και στα πενήντα χρόνια της αποκαλούμενης μεταπολίτευσης δεν έγιναν πολλά πράγματα για να ξεριζωθούν.
Αυτός είναι και ο λόγος που η χώρα μας, αν και έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το 1981, σήμερα είναι πολύ λιγότερο προσαρμοσμένη στους κοινοτικούς θεσμούς από χώρες που εντάχθηκαν στην ευρωπαϊκή οντότητα πολύ αργότερα από αυτήν.
Ακόμα χειρότερα, το 2015, λίγο έλειψε η χώρα να οδηγηθεί και σε αποχώρηση από το ευρωπαϊκό μόρφωμα, γεγονός που θα συνεπαγόταν και την πλήρη καταστροφή της.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, είναι μια παλαιά ιστορία, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο πελατειακό κράτος και στις κοινωνικές σχέσεις που αυτό το τελευταίο αναπτύσσει.
Αντί επίσης να απελευθερώσει την οικονομία και να ενισχύσει γενναιόδωρα το επιχειρείν, κύριο μέλημά της είναι η δια καταχρηστικών αστυνομικών μεθόδων είσπραξη εσόδων για το κράτος που ζει και βασιλεύει, όντας τροχοπέδη στην ανάπτυξη και στις μεταρρυθμίσεις.
Αντί έτσι να ενισχύεται στη σημερινή Ελλάδα η ύπαρξη μιας πραγματικής «κοινωνίας πολιτών», το ενδιαφέρον στρέφεται στο να μην στενοχωρούνται οι πωλητές ναρκωτικών στα πανεπιστήμια και οι τραμπούκοι καταληψίες σχολών και οι εμπρηστές αυτοκινήτων.
Δυστυχώς, στη χώρα μας, στο επίπεδο των πολιτών, δύσκολα γίνεται αντιληπτό ότι η «πολιτική κοινωνία», είναι ένα μείγμα ενδιάμεσων θεσμών, που περιλαμβάνει επιχειρήσεις, εθελοντικές ενώσεις, εκπαιδευτικούς θεσμούς, λέσχες, συνδικάτα, μέσα ενημέρωσης, φιλανθρωπικές οργανώσεις και εκκλησίες – οικοδομείται στη βάση της οικογένειας, η οποία αποτελεί το πρωταρχικό εργαλείο με το οποίο οι άνθρωποι κοινωνικοποιούνται μέσα στον πολιτισμό τους και αποκτούν τις δεξιότητες οι οποίες τους επιτρέπουν να ζουν σε ευρύτερες κοινωνίες.Με αυτές τις τελευταίες να αναπαράγονται και να ανανεώνονται, από γενιά σε γενιά,μέσω γνώσεων και καινοτομιών.
Μια ισχυρή και σταθερή οικογενειακή δομή και στέρεοι κοινωνικοί θεσμοί δεν μπορούν να δημιουργηθούν με νομοθετικά μέτρα κατά τον τρόπο που μια κυβέρνηση μπορεί να δημιουργήσει την κεντρική τράπεζα ή το στρατό. Μια ακμάζουσα κοινωνία πολιτών, είναι συνδεδεμένη, με τις συνήθειες, τα έθιμα και τα ήθη των ανθρώπων, γνωρίσματα που διαμορφώνονται μόνο έμμεσα μέσα από τη συνειδητή πολιτική δράση και πρέπει να τροφοδοτούνται από αυξανόμενη γνώση και σεβασμό για τον πολιτισμό.
Και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός με τεράστια γεωπολιτική σημασία, Διότι, όπως ήδη διαπιστώνεται, η αυξανόμενη προβολή του πολιτισμού, αλλά και θρησκευτικών αρχών, στην παγκόσμια τάξη είναι τέτοια που ο Σάμιουελ Χάντινγκτον υποστηρίζει ότι ο κόσμος κινείται προς μια περίοδο «σύγκρουσης των πολιτισμών», στη διάρκεια της οποίας ο πρωταρχικός προσδιορισμός των ανθρώπων δεν θα είναι ιδεολογικός, όπως κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά πολιτισμικός. Κατά συνέπεια, είναι πιθανό ότι η σύγκρουση δεν θα προκύψει μεταξύ φασισμού, σοσιαλισμού και δημοκρατίας, αλλά μεταξύ των κυρίων πολιτισμικών ομάδων στον κόσμο: της δυτικής, της ισλαμικής, της κομφουκιανικης, της ιαπωνικής, της ινδουϊστικής και ούτω καθεξής.
Υπό αυτές τις συνθήκες, σήμερα, αν λάβουμε υπόψη ότι οι υποσχέσεις για Κοινωνικούς μετασχηματισμούς έχουν πάει περίπατο, όλοι οι σοβαροί παρατηρητές κατανοούν ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί εξαρτώνται από τις «κοινωνίες των πολιτών» μέσα στις οποίες λειτουργούν. Και όσο αυτές οι κοινωνίες είναι ασταθείς με χαμηλή εμπιστοσύνη, μύρια όσα δεινά δεν πρέπει να αποκλείονται.
Στην πολυτάραχη εποχή μας, δεν υπάρχει σχεδόν καμιά μορφή οικονομικής δραστηριότητας, από το να διευθύνει κανείς ένα στεγνοκαθαριστήριο μέχρι να κατασκευάζει ολοκληρωμένα κυκλώματα μεγάλης κλίμακας, που να μην απαιτεί την κοινωνική συνεργασία ανθρώπινων όντων. Από τη μία, οι άνθρωποι εργάζονται σε οργανώσεις προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ατομικές ανάγκες τους, από την άλλη, όμως, ο χώρος δουλειάς τραβά τους ανθρώπους έξω από την ιδιωτική ζωή τους και τους συνδέει με έναν ευρύτερο κοινωνικό κόσμο. Αυτή η σύνδεση δεν είναι μόνο ένα μέσο με στόχο να κερδίσουν οι άνθρωποι μια αμοιβή, αλλά σημαντικός στόχος της ίδιας της ανθρώπινης ζωής. Γιατί ενώ οι άνθρωποι είναι εγωιστές, μια πλευρά της ανθρώπινης προσωπικότητας ποθεί να είναι μέρος ευρύτερων κοινοτήτων.
Τα ανθρώπινα όντα νιώθουν έντονο αίσθημα ανησυχίας - αυτό που ο Εμίλ Ντυρκέμ αποκάλεσε ανομία - όταν απουσιάζουν κανονιστικές αρχές και ρυθμίσεις που να τα ενώνουν μεταξύ τους, μια ανησυχία που ο σύγχρονος χώρος δουλειάς χρησιμεύει για να μετριάζεται και να ξεπερνιέται.
Και στο επίπεδο αυτό, ήδη βιώνουμε παγκοσμίως άτυπες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις,που αν ξεφύγουν από τους ελέγχους που υπάρχουν, το μέλλον ίσως …αυτοκαταργηθεί.