Ακούμε συνεχώς την Άγκυρα, να επιθυμεί ευθέως αλλαγή των συμφωνηθέντων στη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία οριοθέτησε τη σύγχρονη μετά τον σουλτάνο Τουρκία και η οποία την αποδέχτηκε και την συνυπόγραψε το 1923. Εν ολίγοις, η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο, την Τένεδο, την περιοχή της Σμύρνης, τα Στενά σε διεθνοποιημένη ζώνη και παραχώρησε στην Ιταλία τα Δωδεκάνησα. Αντί καταβολής πολεμικής αποζημίωσης από την Ελληνική πλευρά, αποδόθηκε στην Τουρκία το τρίγωνο Κάραγατς στη Θράκη.
της Θάλειας Χούντα – δημοσιογράφου
Πέραν αυτών, την τελευταία χρονική περίοδο αμφισβητεί ευθέως και ό,τι άλλο ονειρεύεται και συνδέεται άμεσα με τους υδρογονάνθρακες και τις έρευνες.
Όλες οι συνθήκες αποτελούν προϊόν πολέμων και έχουν σαν συμβαλλόμενα μέρη τους νικητές – οι οποίοι καθορίζουν τους όρους και τους ηττημένους – οι οποίοι απλά τους αποδέχονται. Η ισχύς τους είναι δεσμευτική έναντι και των τρίτων, μέχρις της όποιας μελλοντικής τροποποίησής τους από τα ίδια συμβαλλόμενα μέρη
Με αυτά τα δεδομένα, η Τουρκία έχει την απαίτηση, να γίνει η Χώρα μας συνομιλητής της στις ανιστόρητες και ατεκμηρίωτες απαιτήσεις της.
Επί σειρά ετών το σύνολο των Καθηγητών Διεθνούς Δικαίου και των αρμοδίων Διπλωματών μας έχουν καταστήσει σαφές, προς κάθε πλευρά, το ισχύον καθεστώς στο Αιγαίο, όπως αυτό απορρέει από τις Συνθήκες που έχει συμβληθεί η Ελλάδα. Το νομικό αυτό καθεστώς έχουν αποδεχθεί και όλες οι Ελληνικές Κυβερνήσεις, περιβάλλοντάς το με την αντίστοιχη πολιτική βούληση.
Πέραν της Τουρκίας, θα πρέπει, να ανατρέξουμε στα Μνημόνια, που υπογράψαμε τα τελευταία χρόνια και να δούμε τι προβλέπουν για τον ορυκτό πλούτο, τους υδρογονάνθρακες κλπ, γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι ακόμη χρωστάμε τα δάνεια και τα επιτόκια που λάβαμε. Το σε ποιους τα χρωστάμε, είναι γνωστό: σε αυτούς που με τις παρεμβάσεις τους προσπαθούν, να εξισώσουν πρόσωπα (Κράτη) και καταστάσεις. Γιατί το κάνουν αυτό; Μήπως τα Μνημόνια που ισχύουν, πέραν των διαχρονικών σχέσεων μεταξύ Χωρών, μας δίνουν μια λογική εξήγηση;
Αν στα παραπάνω, προσθέσουμε την τραγική θέση της Τουρκικής οικονομίας, τον εθνικισμό που καλλιεργεί συστηματικά – σαν αντίδοτο στη φτώχεια και τέλος, την μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του που έχει ο Ρ.Τ. Ερντογάν και την θέση του στην Τουρκική ιστορία, είναι κατανοητή απολύτως η στάση έναντι της Χώρας μας. Βεβαίως, το ότι είναι κατανοητή, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει, ότι είναι και αποδεκτή.
Απαιτούνται προσεκτικοί χειρισμοί από πλευράς μας και η κάθε ενέργειά μας θα πρέπει, να συνδέεται άμεσα με την επόμενη αλλά και με την «σταθερά», που είναι οι ισχύουσες Συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουμε κανένα λόγο, να φοβηθούμε την Τουρκία αλλά το αντίθετο.