Ποιοι είναι οι επιβαρυντικοί παράγοντες που επιταχύνουν τον κίνδυνο και κατά συνέπεια τις καταστροφές και τις απώλειες ζωής • Ποιες περιοχές της Ελλάδας βρίσκονται στο «κόκκινο» • Οι προειδοποιήσεις των επιστημόνων για άμεσες και δραστικές παρεμβάσεις.
Την ερευνητική ομάδα ZOOM στα Νέα, που συντονίζει ο Άγγελος Σκορδάς αποτελούν οι Ανδρέας Αγγελοπουλος, Βελίκα Καραβάλτσιου, Μαρία Κρουστάλη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός
Τα τελευταία 100 χρόνια η χώρα μας θρήνησε πάνω από 650 νεκρούς από πλημμύρες. Αυτό δείχνουν τα στοιχεία του δρος Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μιχάλη Διακάκη. Και εάν δεν προχωρήσουμε άμεσα σε δραστικές παρεμβάσεις, κινδυνεύουμε να θρηνήσουμε ακόμη περισσότερους και να έχουμε ακόμη πιο μεγάλες καταστροφές, προειδοποιούν οι επιστήμονες. Κοντολογίς, μια κατάσταση που μοιάζει με το χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας.
Η κλιματική αλλαγή, ο τρόπος που οι βροχοπτώσεις γίνονται όλο και πιο ραγδαίες, η αποκοπή των ρεμάτων, οι πυρκαγιές και η έντονη αστικοποίηση αποτελούν τους επιβαρυντικούς παράγοντες που τελικά επιταχύνουν και κάνουν πιο έντονα τα πλημμυρικά φαινόμενα και κατά συνέπεια τις καταστροφές που αυτά επιφέρουν σε δεκάδες περιοχές της χώρας.
Σε αυτό το φόντο, η προειδοποίηση για τα σημεία εκείνα τα οποία υποδηλώνουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης πλημμυρών το προσεχές διάστημα αποκτά βαρύνουσα σημασία και σίγουρα δεν πρέπει να αγνοηθεί.
Περιοχές υψηλού κινδύνου
Σύμφωνα με τον καθηγητή Δυναμικής Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών του Πανεπιστημίου Αθηνών Ευθύμιο Λέκκα, οι «κόκκινες» περιοχές μπορούν να κατανεμηθούν σε κατηγορίες επικινδυνότητας ανάλογα με το σημείο και τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά που τις περιβάλλουν.
Ετσι, στις λεγόμενες ζώνες δυνητικά υψηλού κινδύνου εντάσσονται οι περιοχές που βρίσκονται κοντά σε χειμάρρους, ποτάμια και ταυτόχρονα βιώνουν μεγάλη τουριστική ανάπτυξη. Αυτά τα τμήματα βρίσκονται παντού στον ελλαδικό χώρο και πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η πλημμύρα στην περιοχή της Αγίας Πελαγίας στην Κρήτη με τραγικό απολογισμό δύο νεκρούς.
Ειδικότερα, όπως ανέφερε ο κ. Λέκκας, στην 1η κατηγορία θα μπορούσαμε να εντάξουμε την Κινέτα, τη Μάνδρα, την Κεφαλονιά, τη Χαλκιδική και τη Βόρεια Πελοπόννησο.
Στη 2η κατηγορία εντάσσονται οι περιοχές που βρίσκονται πιο μέσα στον ηπειρωτικό χώρο, όπως η Καρδίτσα, και στην 3η κατηγορία οι περιοχές που πλήττονται από τις ποτάμιες πλημμύρες (Εβρος, Αξιός, Νέστος κ.λπ.).
Ευάλωτες αστικές και παραθαλάσσιες περιοχές
Από την πλευρά του ο δρ Μιχάλης Διακάκης ανέφερε πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος αφορά τις αστικές και παραθαλάσσιες περιοχές, και πιο συγκεκριμένα την Αττική, τη Θεσσαλονίκη, το Αργος, την Πάτρα και το Ηράκλειο Κρήτης. «Πρόκειται για περιοχές με μεγαλύτερη τρωτότητα, όπως η Αγία Πελαγία», ανέφερε ο κ. Διακάκης.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι λεγόμενες «κόκκινες» περιοχές μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι η ανθρώπινη επιβάρυνση, ειδικά για την Αττική και τις παράκτιες, τουριστικά ανεπτυγμένες πόλεις, η γειτνίαση με ποτάμια ή χειμάρρους, όπου η λεκάνη απορροής είναι πολλές φορές «μπλοκαρισμένη» και υπάρχει έντονη και πυκνή δόμηση κατά μήκος των εκβολών, τα αυξημένα ύψη βροχής και οι καμένες εκτάσεις πέριξ των κατοικημένων σημείων.
Οπως επεσήμανε ο κ. Λέκκας, στην Αττική ο πλημμυρικός κίνδυνος είναι υψηλός, δεδομένων των ανθρώπινων παρεμβάσεων στο υδρογραφικό δίκτυο, ενώ στις περιοχές οι οποίες επλήγησαν από τις πυρκαγιές παρατηρούνται έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, φαινόμενα διάβρωσης, φαινόμενα κατολισθήσεων και ουσιαστικά αποκλεισμοί μεγάλων περιοχών.
«Η πλήρης προστασία της Αττικής δεν είναι δυνατή. Ετσι όπως έχουν δομηθεί πολλές περιοχές στο Λεκανοπέδιο, απαιτούνται φαραωνικά έργα με μεγάλο κόστος, τα οποία επιπλέον θα προκαλούσαν πολύ σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις», σημείωσε.
Οι τραγικοί αριθμοί
Μέχρι στιγμής, το 2022 χαρακτηρίστηκε από 55 ακραία καιρικά φαινόμενα στην Ελλάδα, ορισμένα εκ των οποίων προκάλεσαν καταστροφές και τον θάνατο δεκάδων ανθρώπων. Σε ό,τι αφορά τις πλημμύρες, η κακοκαιρία «Διομήδης» που έπληξε τον Ιανουάριο του 2022 τη χώρα άφησε πίσω της δύο νεκρούς, ενώ τον Οκτώβριο άλλοι δύο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην Κρήτη.
Χαρακτηριστικά είναι και τα στοιχεία της τελευταίας 20ετίας, σύμφωνα με το Meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Από το 2000 μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 543 έντονα καιρικά επεισόδια και οι συνολικές απώλειες ανθρώπινων ζωών εξαιτίας των καιρικών φαινομένων αυτής της περιόδου ξεπερνούν τις 250. Από αυτούς, 132 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε πλημμυρικά επεισόδια την περίοδο 2000-2020, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι πλημμύρες είναι μακράν το πιο επικίνδυνο φαινόμενο.
Την ίδια περίοδο καταγράφηκαν 488 πλημμυρικά επεισόδια, ενώ οι μήνες Οκτώβριος και Νοέμβριος παρουσίασαν τη μεγαλύτερη συχνότητα, γεγονός που χαρακτηρίζεται από τους ερευνητές αναμενόμενο, δεδομένου ότι οι περισσότερες καταστροφές από καιρικά φαινόμενα στην Ελλάδα οφείλονται σε έντονες βροχοπτώσεις.
Από τη γεωγραφική κατανομή των επεισοδίων παρατηρείται ότι οι παράκτιοι νομοί είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε έντονα καιρικά φαινόμενα, ενώ η ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου Αττικής (Αθήνα και προάστια), όπου διαμένει περίπου το 35% του συνολικού ελληνικού πληθυσμού, θεωρείται η πλέον πληττόμενη.
Στοχευμένες παρεμβάσεις και ανάγκη εκπαίδευσης
Με βάση αυτά τα στοιχεία, ο καθηγητής Ευθύμιος Λέκκας επεσήμανε στα «ΝΕΑ» την ανάγκη για περισσότερα έργα και στοχευμένες παρεμβάσεις σε αυτές τις περιοχές, την ώρα που κάτοικοι καταγγέλλουν πως οι απαραίτητες δράσεις έχουν καθυστερήσει. «Πρέπει να υπάρχει στόχευση για παρεμβάσεις κυρίως εκτός των αστικών περιοχών.
Μέχρι τώρα γίνονταν προσπάθειες στον αστικό ιστό, όπου δεν μπορείς να κάνεις και πολλά πράγματα και ταυτόχρονα απαιτούνται τεράστια ποσά χρημάτων. Πρέπει να πάμε και να παρέμβουμε εκτός, εκεί όπου απαιτούνται μικρότερης κλίμακας τεχνικά έργα και υπάρχουν οι μεγαλύτερες πιθανότητες για επιτυχία».
Με φόντο τους κρίσιμους άξονες πρόληψης – ετοιμότητας, απόκρισης – επέμβασης και αποκατάστασης – επαναφοράς, ο καθηγητής Λέκκας τόνισε χαρακτηριστικά πως η καταστροφή είναι κάτι που – όποια παρέμβαση και να γίνει – δεν μπορεί να αποσβεστεί εξ ολοκλήρου. «Με στοχευμένα έργα επιδιώκουμε μείωση της τρωτότητας και επιτυχημένα παραδείγματα υπάρχουν πολλά», πρόσθεσε.
Εκτός των έργων που απαιτούνται, ο δρ Μιχάλης Διακάκης αναφέρθηκε και στην ανάγκη για εξίσου στοχευμένη εκπαίδευση των πολιτών. «Να ενισχύσουμε την αντίληψη για τον επερχόμενο κίνδυνο, είτε για αυτόν που βρίσκεται στο σπίτι είτε για αυτόν που είναι έξω και οδηγεί», είπε.
Το 75% των θυμάτων μπορούσε να είχε σωθεί
Τη σημασία εκπαίδευσης του πληθυσμού για τη συμπεριφορά στη διάρκεια πλημμυρικών φαινομένων επεσήμανε και ο δρ Μιχάλης Διακάκης. Ειδικότερα, ανέφερε ότι η συντριπτική πλειονότητα (το 75%) των θυμάτων από πλημμυρικά φαινόμενα επέδειξε «ενεργή στάση» στον κίνδυνο, δηλαδή από θέση ασφάλειας παραγνώρισε τον κίνδυνο, επιχειρώντας να ταξιδέψει προς πλημμυρισμένες εκτάσεις ή να τις διασχίσει.
«Με κατάλληλη εκπαίδευση αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να είχαν σωθεί», επεσήμανε ο κ. Διακάκης. Το υπόλοιπο 25% των θυμάτων βρέθηκε σε κλειστούς χώρους, κυρίως σε ισόγεια και υπόγεια, και η πλειονότητα ήταν υπερήλικοι.
Για την ορθή αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών απαιτούνται δράσεις με βάση το τρίπτυχο καλή ανάλυση / εκπαίδευση, στοχευμένα μέτρα και ενίσχυση της έγκαιρης προειδοποίησης. Σε κάθε περίπτωση, οι πλημμύρες είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα. Αλλωστε, σύμφωνα με τους επιστήμονες, στην εποχή της κλιματικής αλλαγής το πρόβλημα δεν εμφανίζεται μόνο στην Ελλάδα.
Ακόμη και σε πιο προηγμένα κράτη με καλύτερες υποδομές, όπως η Γερμανία, είδαμε το καλοκαίρι του 2021 πλημμύρες που είχαν ως συνέπεια να χάσουν τη ζωή τους περισσότεροι από 200 άνθρωποι και να γίνουν τεράστιες καταστροφές.
Η κλιματική αλλαγή δεκαπλασίασε τον κίνδυνο σε σχέση με το 2000
Η κλιματική αλλαγή έχει ενισχύσει τα σοβαρά πλημμυρικά φαινόμενα. Μια νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Nature» αναφέρει ότι ο πληθυσμός που εκτίθεται στον κίνδυνο των πλημμυρών παγκοσμίως, είναι 10 φορές υψηλότερος σήμερα σε σχέση με το 2000. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τις επιστημονικές μελέτες, στην περιοχή της Μεσογείου η συχνότητα και η ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι καταιγίδες, επηρεάζονται σημαντικά από την παγκόσμια αλλαγή του κλίματος, με αποτέλεσμα την αύξηση των έντονων πλημμυρικών επεισοδίων.
Ηδη, η σύγκριση της τελευταίας 30ετίας (1991-2020) σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη (1961-1990) έδειξε αύξηση στη μέση ετήσια βροχόπτωση κατά περίπου 15%, με ταυτόχρονη μείωση του αριθμού ημερών βροχής κατά περίπου 3%. Το αποτέλεσμα ήταν μια σημαντική διαφοροποίηση όσον αφορά την κατανομή της έντασης των βροχών. Παράλληλα, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η συχνότητα εμφάνισης ημερών με βροχόπτωση μεγαλύτερη των 30 χιλιοστών διπλασιάστηκε την περίοδο 1991-2020, ενώ η αντίστοιχη με βροχόπτωση άνω των 40 χιλιοστών αυξήθηκε κατά 77%.
Τα «ΝΕΑ» απευθύνθηκαν στον μετεωρολόγο και διευθυντή ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Κώστα Λαγουβάρδο σε σχέση με τα ερωτήματα για την κλιματική αλλαγή και το αν συνδέεται με την αύξηση των πλημμυρικών φαινομένων. Ο Λαγουβάρδος υπογράμμισε πως όντως διακρίνεται μια τάση για πιο μεγάλα ύψη βροχής ανά επεισόδιο και πιθανώς να συνδέεται με πιο βίαιες, πιο ραγδαίες βροχοπτώσεις. «Είναι κάτι που έχουμε δει να συμβαίνει στην Αθήνα με μεγαλύτερα ύψη βροχής και τον ανθρώπινο παράγοντα να οδηγούν σε πιο καταστροφικά αποτελέσματα. Η έντονη αστικοποίηση και μια βροχή σε μια μεγάλη πόλη μπορεί να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα χωρίς τα ύψη της βροχής να είναι εξωπραγματικά», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Η ανάγκη έγκαιρης προειδοποίησης
Με αφορμή την καταστροφική κακοκαιρία τον Οκτώβριο στις βόρειες ακτές της Κρήτης, ο Κώστας Λαγουβάρδος αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα διαμόρφωσης συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης σε τοπικό επίπεδο, καθώς – όπως είπε – η θεσμική ενημέρωση που σήμερα λαμβάνουν πριν από ένα έντονο/ακραίο καιρικό γεγονός οι Δήμοι και οι Περιφέρειες είναι ελλιπής, ενώ είναι σχεδόν ανύπαρκτη κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του φαινομένου.
«Η Πολιτεία οφείλει να οργανώσει την εξειδικευμένη αυτή ενημέρωση, σε συνεργασία με τους μετεωρολογικούς φορείς, λαμβάνοντας υπόψη τα κλιματολογικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής και να αναπτύξει συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για την υποστήριξη των Δήμων και Περιφερειών».
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον διευθυντή ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, είναι απαραίτητη η επέκταση δικτύων παρακολούθησης τόσο με μετεωρολογικά ραντάρ όσο και με μετεωρολογικούς σταθμούς, όργανα και αισθητήρες που επιτρέπουν την παρακολούθηση των φαινομένων τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη, ενώ θα πρέπει να υπάρχει στενότερη συνεργασία μεταξύ των επιστημόνων, των φορέων και της Πολιτικής Προστασίας, με τη δημιουργία μόνιμης task force.
Ουσιαστικά, η αγωνία των επιστημόνων ότι είναι δεδομένο τέτοια ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι όλο και πιο συχνά, πέφτει πλέον μεγάλο βάρος πάνω στις τοπικές αρχές και όλους τους αρμόδιους φορείς για να έχουν πραγματικά και αποτελεσματικά σχέδια άμυνας απέναντι στις πλημμύρες. Πλέον δεν έχουν τη δυνατότητα να πουν «δεν το περιμέναμε».