Η ώρα της κρίσεως πλησιάζει για τις μεγαλύτερες μετοχές τεχνολογίας των αγορών, αφού η πίεση προς τις τεχνολογικές εταιρείες για ενισχυμένα κέρδη αυξάνεται.
Τα τεράστια ράλι των γνωστών και ως «Magnificent Seven» μετοχών (Apple, Microsoft, Alphabet, Amazon, Nvidia, Tesla, Meta) έχουν οδηγήσει την αντίστοιχη φετινή άνοδο του S&P 500 της τάξης του 12%.
Η εξαιρετική αυτή πορεία έχει επίσης τονώσει και τις αξίες κεφαλαιοποίησης, με τις «υπέροχες 7» να έχουν αναλογία forward P/E της τάξης του 33,5 σε σχέση με τον μέσο όρο του S&P 500 του 18,3.
Την ίδια στιγμή, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων ΗΠΑ βρίσκονται σε υψηλό 16 ετών και παρέχουν επενδυτικό ανταγωνισμό στις μετοχές. Με τα κρατικά ομόλογα να παρέχουν αποδόσεις του 5%, οι επενδυτές μπορεί να μην παραμείνουν σε εταιρείες οι οποίες δε συνεχίζουν να παρέχουν αυξημένη κερδοφορία.
Aυτό συνέβη και με την Tesla, η οποία ήταν η πρώτη η οποία δημοσίευσε τα εταιρικά της αποτελέσματα. Η μετοχή του κολοσσού κατέγραψε πτώση της τάξης του 7% την Πέμπτη, μετά από την περιορισμένη, σε σχέση με την αναμενόμενη, κερδοφορία του γ’ τριμήνου.
«Όλοι γνωρίζουν πως οι εταιρείες αυτές θα βγάλουν πολλά λεφτά», ανέφερε το στέλεχος του Wells Fargo Investment Institute, Σαμίρ Σαμάνα, προσθέτοντας πως «το ερώτημα είναι πόσο γρήγορα αναπτύσσεται η κερδοφορία τους κι αν οι επενδυτές πλήρωσαν υπερβολικά για τις μετοχές». Σημειωτέον, πως, το Wells Fargo Investment Institute περιόρισε την αξιολόγηση του τομέα της τεχνολογίας σε «neutral» από «favorable» τον περασμένο Ιούνιο.
Τα εταιρικά αποτελέσματα των Microsoft, Alphabet, Amazon και Meta αναμένονται την επόμενη εβδομάδα. Η Apple και η Nvidia θα τα δημοσιεύσουν τον επόμενο μήνα.
Κατά μέσο όρο οι megacap (εξαιρετικά υψηλής κεφαλαιοποίησης) εταιρείες αυτές αναμένεται να καταγράψουν αύξηση κερδοφορίας της τάξης του 32,8% για το 2023, ενώ ο υπόλοιπος S&P 500 θα καταγράψει πτώση της τάξης του 2,3%, σύμφωνα με τον αναλυτή της LSEG, Τατζίντερ Ντίλον.
Αυτό το οποίο περιπλέκει την κατάσταση είναι η αύξηση των επιτοκίων και των αποδόσεων των ομολόγων, η οποία έχει οδηγήσει σε επιθετικότητα εκ μέρους της Fed, δεδομένης και της ευρωστίας της αμερικανικής οικονομίας.
Oι εταιρείες αυτές θεωρούνται γενικά πιο ευάλωτες στις υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων, αφού η συνήθως δυναμική, αναμενόμενη ρευστότητα δεν μετρά και τόσο όταν οι επενδυτές μπορούν να βγάλουν περισσότερα χρήματα από επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα με μηδενικό ρίσκο.
«Οι επενδυτές έχουν πολλές επιλογές τις οποίες δεν είχαν στο παρελθόν και πρόκειται να τοποθετηθούν διαφορετικά», ανέφερε ο πρόεδρος και chief investment officer της CapWealth, Τιμ Παλιάρα, προσθέτοντας πως «η ανακατανομή των κεφαλαίων από εδώ και στο εξής θα σημάνει τη μείωση των αποδόσεων των μετοχών των Magnificent Seven».
Ο Παλιάρα σημείωσε πως η CapWealth έχει επενδύσει σε μετοχές της Microsoft, της Apple και της Amazon. Από την πλευρά του, ο CEO της Tesla, Έλον Μασκ, ανέφερε πρόσφατα πως ανησυχεί για τις επιπτώσεις των επιτοκίων στην αγορά αυτοκινήτων.
Η επίδραση των εταιρειών τεχνολογίας αυτών στην γενικότερη αγορά έχει επίσης αυξηθεί, αφού η συνολική αξία κεφαλαιοποίησης των εταιρειών ξεπέρασε το 30% του συνόλου της αντίστοιχης του S&P 500, σύμφωνα με την LSEG Datastream.
Πάνω από το 1/3 των fund managers αποκαλούν τον χώρο των επενδύσεων στον κλάδο της τεχνολογίας «υπερβολικά συνωστισμένο», βάσει πρόσφατη ανάλυσης της BofA Global Research, ενώ ο επικεφαλής οικονομολόγος της Apollo Global Management, Τόρστεν Σλοκ, υπογράμμισε πως «οι φετινές αποδόσεις του S&P 500 οφείλονται ως επί το πλείστον στις επτά μεγαλύτερες τεχνολογικές μετοχές οι οποίες έχουν πια υπερβολική αξία».
Παρ’ όλα αυτά, οποιαδήποτε τοποθέτηση εναντίον των Magnificent Seven έχει, μέχρι τώρα, αποδειχθεί λανθασμένη, αφού ο δείκτης NYSE FANG+ έχει καταγράψει άνοδο της τάξης του 140% από τα τέλη του 2019 πριν από την πανδημία, σε σχέση με αντίστοιχη άνοδο του S&P 500 κατά 33%.
Ορισμένοι επενδυτές, παράλληλα, μιλούν και για διαφορές μεταξύ των τεχνολογικών μετοχών. Η Brandywine Global έχει επενδύσει σε Alphabet και Meta οι οποίες είναι φθηνότερες των υπόλοιπων, υποστηρίζοντας πως «αν και όλες οι εταιρείες αποτελούν παραδείγματα ανάπτυξης, η σταθερότητα μεταξύ τους διαφέρει σημαντικά».