Στις τιμές των τροφίμων έχει μεταφερθεί -και θα παραμείνει- η βασική αιτία του υψηλού πληθωρισμού για την Ελλάδα, καθώς η αρνητική επίδραση των καυσίμων φαίνεται μέχρι στιγμής να υποχωρεί με μεγάλη ταχύτητα.
Με βάση τα στοιχεία που έδωσε χθες η Eurostat, σε όρους εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, ο πληθωρισμός για την Ελλάδα υποχώρησε στο 7,2% τον Ιανουάριο του 2023 από 7,6% τον Δεκέμβριο του 2022, ενώ στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 8,5% από 9,2%, αναφέρει το capital.gr.
Η μεγαλύτερη ταχύτητα αποκλιμάκωσης του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ζώνης του Ευρώ, οφείλεται κυρίως στην επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών ενέργειας. Για τον Ιανουάριο, η αύξηση των τιμών της ενέργειας ήταν 0,3%, ενώ στον μ.ο. της Ευρωζώνης ήταν 6,9%. Αντίθετα, στα τρόφιμα, η Ελλάδα φαίνεται ότι συμβαδίζει περισσότερο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αφού καταγράφεται αύξηση 12,7% έναντι του μέσου όρου 14,1% στην Ευρωζώνη.
Εκτός από τα τρόφιμα και τα καύσιμα, το πρόβλημα για την Ελλάδα επεκτείνεται και στα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες, όπου φαίνεται να προηγείται σε αυξήσεις από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, στα βιομηχανικά προϊόντα η Ελλάδα καταγράφει αύξηση 8,2% έναντι 6,9% στην Ευρώπη, ενώ και οι υπηρεσίες είχαν τον Ιανουάριο αύξηση 5,3% στην Ελλάδα έναντι 4,2% στον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Οι διαφορές αυτές φανερώνουν διάχυση της ακρίβειας σε όλο το καλάθι του πληθωρισμού, ενώ παράλληλα προοιωνίζουν βραδύτερη υποχώρηση των τιμών από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του Ευρώ.
Γιατί επιμένουν οι αυξήσεις στα τρόφιμα
Οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα επιμένουν και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΥΠΟΙΚ, θα συνεχίζουν να επιμένουν για αρκετούς μήνες ακόμη, αφού οι παράγοντες οι οποίοι επιδρούν αρνητικά είναι πολλοί και θα παραμείνουν παρόντες για πολλούς μήνες.
Στα μη επεξεργασμένα τρόφιμα, τα μέσα παραγωγής (λιπάσματα, σπόροι, ζωοτροφές) έχουν αυξηθεί σημαντικά όχι μόνο λόγω των τιμών των καυσίμων , αλλά και από την αύξηση των πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για την παραγωγή τους. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και την οριακή επάρκεια -για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη- των δημητριακών και σπόρων για βρώσιμα έλαια που είναι απαραίτητα για μια σειρά από βασικά τρόφιμα. Η υποχώρηση των τιμών στα τρόφιμα προϋποθέτει την πτώση των τιμών στα μέσα παραγωγής, η οποία θα αργήσει.
Στα βιομηχανικά τρόφιμα, το βήμα δίνει ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία, ο οποίος αυξήθηκε κατά 16,5% τον Δεκέμβριο. Η επιτάχυνση του δείκτη που απεικονίζει την πορεία των τιμών, με τις οποίες διατίθενται τα εγχώρια βιομηχανικά προϊόντα εντός και εκτός Ελλάδας, έχει επιβραδυνθεί σε σύγκριση με τις αυξήσεις κατά 29,6% που κατέγραψε τον Νοέμβριο και 35,4% τον Οκτώβριο. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να υπολογίσει κανείς ότι οι αυξήσεις στις τιμές χονδρικής θα περάσουν στις λιανικές με καθυστέρηση από 2 έως και 4 μήνες ανάλογα με το είδος κάθε προϊόντος. Συνεπώς, ακόμη πληρώνουμε τις τιμές που διαμορφώθηκαν από τον Σεπτέμβριο μέχρι και τον Νοέμβριο.
Αρμόδιες πηγές του Υπουργείου Οικονομικών εξέφραζαν την αισιοδοξία ότι από τη στιγμή που οι τιμές της ενέργειας θα σταθεροποιηθούν στα σημερινά ή λίγο υψηλότερα επίπεδα, μετά τα μέσα του έτους, θα πρέπει να αναμένουμε και την εκκίνηση της διαδικασίας ομαλοποίησης των τιμών στα τρόφιμα.